της Αγάπης το Φώς
Αμέτρητοι άνθρωποι
στην άδεια την πόλη,
παρουσίες πολλές
όμως λείπουνε όλοι.
Αγέλαστα πρόσωπα
με μάσκες γελούσες,
εκκλησιές αδειανές
μα κυρίες θεούσες.
Συνουσίες, ανέραστες
μιάς στιγμούλας ξεπέτα,
κοινωνίες ανούσιες,
τυπικά σούρτα φέρτα.
Σ' ένα κόσμο γεμάτο κενό
με ληγμένα αισθήματα
πως να βρώ τη χαρά
που να κάνω δυό βήματα.
Στο μυαλό μου θολή μοναξιά
στην ψυχή μου οδύνη
μοναχά της αγάπης το φώς
στην καρδιά μου δέν σβήνει.
(Σ' ένα κόσμο γεμάτο κενό
με ληγμένους ανθρώπους κι αισθήματα
πως να βρεί το παιδί μου χαρά
που να κάνει τα πρώτα του βήματα.)
Αετίσια ψυχή
Σαν μωράκι μ'έλουζε η χαρά με χάδια
μ'αγκαλίτσες και φιλιά γέμιζαν τα βράδυα.
Ηρθε και προσπέρασε, η γλυκειά ανταύγεια,
τα σημάδια της χαράς γίνανε ρημάδια.
Γιά χαρά του θέλησε πλούτη και παλάτια
να γνωρίσω γύρεψε γκρίζα μονοπάτια.
Απονα με πέταγε μπρός στα σκαλοπάτια
να λυπάμαι μ'έκανε να τον δώ στα μάτια.
Γιά να πιώ με κέρναγε πίκρες και φαρμάκια
μέσα σ' άδειες αγκαλιές και κρυφά μπαράκια'
σιχαινόμουνα ν' ακώ πρόστυχα λογάκια
κι ένοιωθα μανούλα μου σαν τα πουτανάκια.
Γκρέμισαν τα όνειρα σβήσαν οι ελπίδες
μοναχή μου πέρασα μπόρες καταιγίδες.
Η καρδιά μου έσπασε χίλια κοματάκια
το κορμί μου να το τρών γύπες και γεράκια.
Εζησα και γέρασα γέμισα ρυτίδες
και απόμεινα να ζώ μ' ότι εσύ δεν είδες.
Μα η ψυχή των αετών,
των πουλιών των δυνατών,
δεν κυλάει στα ρυάκια
ούτε μένει στα βραχάκια'
ξεψυχά με περηφάνεια
και με περισσή ζωντάνια
σε κορφές ψηλές βουνών.
Γεννηθήτω
Στην ουράνια μισή γειτονιά, των αγγέλων,
γαληνεύει ο νούς, τον λυτρώνει ο χρόνος'
οι ψυχές ατενίζουν τ' απέραντο μέλλον
και στης γής τη μισή αλυχτάει ο πόνος.
Στις ανόμιες μισές γειτονιές,
οι ζωές, τα κορμιά κι οι ψυχές,
άς γενεί ν' ανταλλάξουν ευχές
κι η ουράνια, στη γή να απλώσει.
Στην ουράνια μισή, η μεγάλη αλήθεια
βασιλεύει γυμνή με αγιόπλαστο στέμμα
και στην άλλη, στη γή, παγειομένη συνήθεια,
μισερή θαλπωρή, φασκιομένη με ψέμα.
Στις ανόμιες μισές γειτονιές,
οι ζωές, τα κορμιά κι οι ψυχές,
άς γενεί ν' ανταλλάξουν ευχές
κι η ουράνια, τη γή να λυτρώσει.