Μ
Αυτά είπα και ορκίστηκαν οι φίλοι μάνι - μάνι.
Κι όταν τον όρκο το βαρύ μ’ ευλάβεια τον κλείσαν
ήρθε το πλοίο το γοργό και έπιασε λιμάνι
κι οι ναύτες δίπλα στο νερό το δροσερό πηδήσαν
κι εκεί δειπνήσαν με χαρά αφού έστρωσαν τραπέζι.
Μα όταν χορτάσαν , η ψυχή ξεκίνησε ν’ ανάβει
για φίλους που θυμήθηκαν, και η καρδιά τους παίζει,
κλαίγανε όσους έφαγε η Σκύλλα απ’ το καράβι.
Πάνω στο κλάμα,η ταραχή, με ύπνο τους μαγεύει.
Κι όπως η νύχτα έφευγε, και η Αυγή της γνέφει , 320
αγέρα ο Δίας σήκωσε, και σύννεφα μαζεύει,
μ’ ένα τεράστιο κουρνιαχτό, που σκέπασε με νέφη
στεριά και θάλασσα μαζί, κι ο ουρανός μας, ’χάθη.
Σαν ήρθε η ροδοδάχτυλη η Αυγή η νυχτοθρεμμένη
σύραμε το καράβι μας ως της σπηλιάς τα βάθη
εκεί που με χαρά πολύ κάθε Νεραϊδα μένει
δυό λόγια θέλοντας να πω, τους είχα εκεί μαζέψει:
«Κρασί, ψωμί, είν’ άφθονο, στου πλοίου το βασίλειο
κι αν θέλετε να ζήσουμε, βόδι κανείς μη κλέψει,
γιατί τα βόδια και τ’ αρνιά ανήκουνε στον Ήλιο 330
που όλα τ’ ακούει από ψηλά, κι από ψηλά τα βλέπει.
Τους τα ’πα, πείστηκαν, καλά τους τα ’χα μεταφέρει .
Για ένα μήνα ο Νοτιάς, τον κόσμο ανατρέπει,
που εκτός Σιρόκου και Νοτιά δεν φύσαγε άλλο αγέρι.
Κι ενώ το κόκκινο κρασί, και το φαϊ δεν λείπει
τα βόδια δεν τα ζύγωναν, με στόχο αυτοί να ζήσουν.
Μα όταν εσώθη το φαϊ, η ανάγκη και η λύπη,
με απόγνωση τους έσπρωξε, κυνήγι να ζητήσουν,
ψάρια, πουλιά, κι ότι απ’ αυτά τους έπεφτε στην τύχη.
Μονάχος τότε τράβηξα μες στου νησιού τα βάθη , 340
η ικεσία στους θεούς, μήπως και μου πετύχει
ή μήπως δρόμο γυρισμού, η χάρη τους μου μάθει.
Κι όταν στα βάθη του νησιού έφτασα σε μια άκρη
τα δυό μου χέρια ένιψα και πήγα σ’ απανέμι
να ικετέψω ουράνιους που κατοικούν στα μάκρη,
κι αυτοί με περιτύλιξαν στου ύπνου την ανέμη .
Κι ο Ευρύλοχος με πονηρό τους πλησιάζει τρόπους:
«Ας είναι, ακούστε αδέρφια μου, ο πόνος σας μεγάλος.
Όλοι οι θάνατοι άσχημοι, για τους φτωχούς ανθρώπους,
μα από της πείνας πιο πικρός δεν έχει υπάρξει άλλος . 350
Μα ελάτε βόδια να πιαστούν, ας βάλουμε μεράκι,
και στους θεούς να σφαγιαστούν ας γίνει ετοιμασία
κι αν φτάσουμε με το καλό στην παινεμένη Ιθάκη
του Ήλιου τ’ ουρανόδιαβου του χτίζουμε εκκλησία
και δώρα βάζουμε γι αυτόν , όσα κι αν πεθυμήσει.
Όμως για τα ορθοκέρατα τα βόδια αν θυμώσει
και με απόφαση θεών ζητά να μας τσακίσει,
καλύτερο έχω με πνιγμό η ζήση να τελειώσει
ρουφώντας αλμυρό νερό στης θάλασσας το κύμα
παρά στη νήσο τούτη εδώ το σώμα μου να λοιώσει. 360
Δεν φαίνονταν του Ευρύλοχου τα λόγια να ’χουν κρίμα,
κι είχανε του Ήλιου τ’ άριστα βόδια περικυκλώσει..........Συνεχίζεται