1
Λοιπά / Χάρολντ Πίντερ 1930-2008
« στις: 08/01/09, 23:13 »
Η ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ λογοτεχνίας στην Στοκχόλμη το 2005 .
Την παραθέτω ολόκληρη και από ανικανότητα να πετσοκόψω τα λόγια ενός μεγάλου πνευματικού και πολιτικού ανθρώπου ,
αλλά και από λύπη απέναντι στην απώλεια της σκέψης και της έκφρασης του που η τόλμη της πηγάζει από
βαθιά γνώση και "βάσανο" του μυαλού .
«Το 1958 έγραψα τα ακόλουθα: “Δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές διαφορές μεταξύ αυτού που είναι πραγματικό και αυτού που δεν είναι, ούτε του αληθούς και του αναληθούς. Δεν είναι απαραίτητο κάτι να είναι ή αλήθεια ή ψέμα. Μπορεί να είναι και τα δύο”.
Πιστεύω ότι αυτοί οι ισχυρισμοί εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα ως προς τη διερεύνηση της πραγματικότητας μέσω της τέχνης. Έτσι, ως συγγραφέας τους υποστηρίζω αλλά ως πολίτης αδυνατώ. Ως πολίτης οφείλω να αναρωτηθώ: Τι είναι αλήθεια; Τι είναι ψέμα;
Η αλήθεια στο θέατρο πάντοτε διαφεύγει. Ολόκληρη δεν τη βρίσκεις ποτέ αλλά η αναζήτησή της είναι συναρπαστική. Η αναζήτηση είναι σαφώς ό,τι προηγείται της προσπάθειας. Η αναζήτηση είναι ο σκοπός σου. Τις περισσότερες φορές μέσα στο σκοτάδι προσκρούεις στην αλήθεια, συγκρούεσαι μαζί της ή, ρίχνοντάς της μια φευγαλέα ματιά, βλέπεις μια εικόνα ή ένα σχήμα που μοιάζει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, συχνά χωρίς να συνειδητοποιείς ότι συνέβη ακόμα κι αυτό. Αλλά η πραγματική αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν υπάρχει μια αλήθεια στη δραματική τέχνη. Υπάρχουν πολλές που αντικρούονται, συγκρούονται, αντικατοπτρίζουν η μία την άλλη, αγνοούν η μία την άλλη, κοροϊδεύουν η μία την άλλη, δεν βλέπουν η μία την άλλη. Μερικές φορές αισθάνεσαι για μια στιγμή ότι κρατάς την αλήθεια στα χέρια σου κι αμέσως μετά γλιστράει μέσα από τα δάκτυλά σου και χάνεται.
Συχνά με ρωτούν πώς συλλαμβάνω τα έργα μου. Δεν μπορώ να απαντήσω. Ούτε μπορώ να τα συνοψίσω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι στα έργα μου συνέβη αυτό, αυτά ειπώθηκαν, οι ήρωες έκαναν εκείνα.
Τα περισσότερα έργα μου γεννήθηκαν από μια φράση, μια λέξη ή μια εικόνα. Τη συγκεκριμένη λέξη την ακολουθεί συνήθως μια εικόνα. Θα σας δώσω δύο παραδείγματα από δύο φράσεις που εμπνεύστηκα ξαφνικά. Ακολούθησε η εικόνα και εγώ, ακόμα αργότερα.
Τα έργα είναι ο “Γυρισμός” και οι “Παλιοί Καιροί”. Η πρώτη φράση στο “Γυρισμό” είναι “Τι το έκανες το ψαλίδι;”. Η πρώτη φράση στους “Παλιούς Καιρούς” είναι “Σκοτάδι”. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση δεν είχα καμία άλλη πληροφορία για την εξέλιξη της πλοκής.
Στην πρώτη περίπτωση κάποιος προφανώς αναζητούσε ένα ψαλίδι. Ρωτούσε τι απέγινε το ψαλίδι κάποιον άλλο, για τον οποίο υποπτευόταν ότι πιθανώς και να το έκλεψε. Με έναν περίεργο τρόπο ήξερα, ωστόσο, ότι το πρόσωπο που ερωτάται δεν δίνει δεκάρα για το ψαλίδι, ούτε άλλωστε ο συνομιλητής του. Το “σκοτάδι” το χρησιμοποίησα για να περιγράψω τα μαλλιά κάποιου, τα μαλλιά μιας γυναίκας και ήταν η απάντηση σε μια ερώτηση. Ούτως ή άλλως υποχρεώθηκα να αναπτύξω το θέμα. Αυτό συνέβη οπτικά, ως μια αργή εναλλαγή σκιάς και φωτός.
Πάντα ξεκινώ ένα έργο ονομάζοντας τα πρόσωπα Α, Β και Γ. Στο έργο που εξελίχθηκε ως “Γυρισμός” είδα έναν άνδρα να μπαίνει σε ένα θλιβερό δωμάτιο και να ρωτά (για το ψαλίδι) έναν νεότερό του άνδρα που, καθισμένος σε έναν άθλιο καναπέ, διάβαζε το ιπποδρομιακό φύλλο. Υποπτεύθηκα ότι ο Α ήταν ο πατέρας και ο Β ο γιος του, αλλά δεν είχα καμία απόδειξη. Η αίσθησή μου πάντως επιβεβαιώθηκε αργότερα όταν ο Β (μετέπειτα Λένι) λέει στον Α (Μαξ στη συνέχεια), “μπαμπά σε πειράζει να αλλάξω θέμα; Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Πώς θα χαρακτήριζες το δείπνο μας; Πώς ονομάζεται κάτι τέτοιο; Γιατί δεν αγοράζεις κάνα σκύλο; Θα ήσουν ιδανικός μάγειρας για σκύλους. Ειλικρινά. Έχεις την εντύπωση ότι μαγειρεύεις για σκύλους”. Επομένως, εφόσον ο Β αποκαλεί τον Α “μπαμπά” μου φάνηκε λογικό να υποθέσω ότι ήταν πατέρας και γιος. Επιπλέον, ο Α ήταν σαφώς ο μάγειρας αλλά η μαγειρική του δεν φαινόταν να χαίρει μεγάλης εκτίμησης. Αυτό σήμαινε ότι δεν υπήρχε μητέρα; Δεν ήξερα. Αλλά όπως είπα τότε στον εαυτό μου, η αρχή δεν γνωρίζει ποτέ το τέλος. “Σκοτάδι”. Ένα μεγάλο παράθυρο. Νυχτερινός ουρανός. Ένας άνδρας, ο Α (μετέπειτα Ντίλι) και μια γυναίκα η Β (στη συνέχεια Κέιτ) κάθονται και πίνουν. “Χοντρό ή λεπτό;”, ρωτά ο άνδρας. Για τι πράγμα μιλούν; Μετά είδα να στέκεται στο παράθυρο μια γυναίκα, η Γ (Άννα αργότερα). Το φως που πέφτει πάνω της είναι διαφορετικό, κι εκείνη στέκεται με την πλάτη γυρισμένη. Τα μαλλιά της είναι σκούρα.
Είναι μια παράξενη στιγμή, η στιγμή της δημιουργίας προσώπων που μέχρι τότε δεν υπήρχαν. Ό,τι ακολουθεί είναι σπασμωδικό, αβέβαιο, μοιάζει με παραίσθηση, ακόμα κι αν μερικές φορές είναι καταιγιστικό. Η θέση του συγγραφέα είναι παράδοξη. Τα πρόσωπα που δημιουργεί δεν τον καλωσορίζουν. Του αντιστέκονται, δεν είναι εύκολο να τα βρει μαζί τους κι είναι αδύνατον να τα ορίσει. Σίγουρα δεν μπορεί να τους επιβληθεί. Ως ενός σημείου παίζει μαζί τους ένα ατέλειωτο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, κρυφτό και τυφλόμυγα. Τελικά όμως συνειδητοποιεί ότι έχει να κάνει με ανθρώπους από σάρκα και οστά, ανθρώπους με τη δική τους θέληση και ευαισθησία ο καθένας, φτιαγμένους από συστατικά που του είναι αδύνατον να αλλάξει, να επηρεάσει ή να παραμορφώσει.
Συνεπώς, η γλώσσα στην τέχνη παραμένει ένα εξαιρετικά αμφίσημο πεδίο συναλλαγής, κινούμενη άμμος, τραμπολίνο, μια παγωμένη λίμνη, τον πάγο της οποίας μπορεί να σπάσει ανά πάσα στιγμή ο συγγραφέας όταν βαδίζει επάνω του.
Αλλά, όπως είπα, η αναζήτηση της αλήθειας είναι μια ατέρμονη διαδικασία. Δεν αναβάλλεται, ούτε ματαιώνεται. Οφείλεις να την αντιμετωπίσεις εδώ και τώρα.
Το πολιτικό θέατρο θέτει μια τελείως διαφορετική σειρά προβλημάτων. Το κήρυγμα πρέπει να αποφεύγεται πάση θυσία. Είναι απαραίτητη η αντικειμενικότητα. Οφείλουμε να επιτρέπουμε στα πρόσωπα να αναπνέουν ελεύθερα. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να τα καταπιέσει και να τα περιορίσει για να ικανοποιήσει τα δικά του γούστα, τις δικές του διαθέσεις ή προκαταλήψεις. Οφείλει να είναι έτοιμος να τα προσεγγίσει από πολλές πλευρές, από όλες τις δυνατές οπτικές γωνίες, ίσως πότε-πότε να τα ξαφνιάσει κι εν τούτοις να τα αφήσει ελεύθερα να πάνε όπου θέλουν. Αυτό δεν λειτουργεί πάντα. Και βεβαίως η πολιτική σάτιρα δεν ακολουθεί αυτές τις αρχές, κάνει μάλιστα ακριβώς το αντίθετο και αυτή είναι η πραγματική της αποστολή.
Στο έργο μου “Πάρτι Γενεθλίων” νομίζω πως επέτρεψα να αναπτυχθεί μια μεγάλη σειρά εναλλακτικών λύσεων μέσα σε ένα πυκνό δάσος πιθανοτήτων, προτού να μεταφερθεί στο επίκεντρο του έργου μια πράξη υποταγής.
Η “Βουνίσια Γλώσσα” υποτίθεται ότι δεν έχει τέτοιο εύρος επιλογών. Το έργο παραμένει βίαιο, σύντομο και άσχημο. Αλλά οι στρατιώτες στο έργο κάπως το διασκεδάζουν. Ξεχνά κανείς πότε-πότε ότι οι βασανιστές βαριούνται εύκολα. Χρειάζεται να γελάνε με κάτι για να ανάβουν τα πνεύματα. Τα περιστατικά στη φυλακή του Αμπού Γκράιμπ στη Βαγδάτη, το επιβεβαιώνουν περίτρανα. Η “Βουνίσια Γλώσσα” διαρκεί μόνο 20 λεπτά, αλλά θα μπορούσε να συνεχίζεται επί ώρες, ξανά και ξανά, το ίδιο μοτίβο να επαναλαμβάνεται από την αρχή, ξανά και ξανά, τη μια ώρα μετά την άλλη. Το έργο “Τέφρα και Σκιά” από την άλλη πλευρά, μου φαίνεται σαν να διαδραματίζεται κάτω από το νερό. Μια γυναίκα πνίγεται, το χέρι της βγαίνει έξω από τα κύματα, βουλιάζει, αναζητά άλλους, δεν βρίσκει κανέναν πάνω ή κάτω από το νερό, βρίσκει μόνο σκιές κι αντανακλάσεις. Η γυναίκα είναι μια χαμένη μορφή σε ένα τόπο που βυθίζεται, μια γυναίκα που δεν μπορεί να ξεφύγει από τον αφανισμό που προοριζόταν για άλλους.
Αλλά καθώς εκείνοι πεθαίνουν, πρέπει να πεθάνει κι αυτή.
Την παραθέτω ολόκληρη και από ανικανότητα να πετσοκόψω τα λόγια ενός μεγάλου πνευματικού και πολιτικού ανθρώπου ,
αλλά και από λύπη απέναντι στην απώλεια της σκέψης και της έκφρασης του που η τόλμη της πηγάζει από
βαθιά γνώση και "βάσανο" του μυαλού .
«Το 1958 έγραψα τα ακόλουθα: “Δεν υπάρχουν σαφείς διαχωριστικές διαφορές μεταξύ αυτού που είναι πραγματικό και αυτού που δεν είναι, ούτε του αληθούς και του αναληθούς. Δεν είναι απαραίτητο κάτι να είναι ή αλήθεια ή ψέμα. Μπορεί να είναι και τα δύο”.
Πιστεύω ότι αυτοί οι ισχυρισμοί εξακολουθούν να ισχύουν και σήμερα ως προς τη διερεύνηση της πραγματικότητας μέσω της τέχνης. Έτσι, ως συγγραφέας τους υποστηρίζω αλλά ως πολίτης αδυνατώ. Ως πολίτης οφείλω να αναρωτηθώ: Τι είναι αλήθεια; Τι είναι ψέμα;
Η αλήθεια στο θέατρο πάντοτε διαφεύγει. Ολόκληρη δεν τη βρίσκεις ποτέ αλλά η αναζήτησή της είναι συναρπαστική. Η αναζήτηση είναι σαφώς ό,τι προηγείται της προσπάθειας. Η αναζήτηση είναι ο σκοπός σου. Τις περισσότερες φορές μέσα στο σκοτάδι προσκρούεις στην αλήθεια, συγκρούεσαι μαζί της ή, ρίχνοντάς της μια φευγαλέα ματιά, βλέπεις μια εικόνα ή ένα σχήμα που μοιάζει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια, συχνά χωρίς να συνειδητοποιείς ότι συνέβη ακόμα κι αυτό. Αλλά η πραγματική αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν υπάρχει μια αλήθεια στη δραματική τέχνη. Υπάρχουν πολλές που αντικρούονται, συγκρούονται, αντικατοπτρίζουν η μία την άλλη, αγνοούν η μία την άλλη, κοροϊδεύουν η μία την άλλη, δεν βλέπουν η μία την άλλη. Μερικές φορές αισθάνεσαι για μια στιγμή ότι κρατάς την αλήθεια στα χέρια σου κι αμέσως μετά γλιστράει μέσα από τα δάκτυλά σου και χάνεται.
Συχνά με ρωτούν πώς συλλαμβάνω τα έργα μου. Δεν μπορώ να απαντήσω. Ούτε μπορώ να τα συνοψίσω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι στα έργα μου συνέβη αυτό, αυτά ειπώθηκαν, οι ήρωες έκαναν εκείνα.
Τα περισσότερα έργα μου γεννήθηκαν από μια φράση, μια λέξη ή μια εικόνα. Τη συγκεκριμένη λέξη την ακολουθεί συνήθως μια εικόνα. Θα σας δώσω δύο παραδείγματα από δύο φράσεις που εμπνεύστηκα ξαφνικά. Ακολούθησε η εικόνα και εγώ, ακόμα αργότερα.
Τα έργα είναι ο “Γυρισμός” και οι “Παλιοί Καιροί”. Η πρώτη φράση στο “Γυρισμό” είναι “Τι το έκανες το ψαλίδι;”. Η πρώτη φράση στους “Παλιούς Καιρούς” είναι “Σκοτάδι”. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση δεν είχα καμία άλλη πληροφορία για την εξέλιξη της πλοκής.
Στην πρώτη περίπτωση κάποιος προφανώς αναζητούσε ένα ψαλίδι. Ρωτούσε τι απέγινε το ψαλίδι κάποιον άλλο, για τον οποίο υποπτευόταν ότι πιθανώς και να το έκλεψε. Με έναν περίεργο τρόπο ήξερα, ωστόσο, ότι το πρόσωπο που ερωτάται δεν δίνει δεκάρα για το ψαλίδι, ούτε άλλωστε ο συνομιλητής του. Το “σκοτάδι” το χρησιμοποίησα για να περιγράψω τα μαλλιά κάποιου, τα μαλλιά μιας γυναίκας και ήταν η απάντηση σε μια ερώτηση. Ούτως ή άλλως υποχρεώθηκα να αναπτύξω το θέμα. Αυτό συνέβη οπτικά, ως μια αργή εναλλαγή σκιάς και φωτός.
Πάντα ξεκινώ ένα έργο ονομάζοντας τα πρόσωπα Α, Β και Γ. Στο έργο που εξελίχθηκε ως “Γυρισμός” είδα έναν άνδρα να μπαίνει σε ένα θλιβερό δωμάτιο και να ρωτά (για το ψαλίδι) έναν νεότερό του άνδρα που, καθισμένος σε έναν άθλιο καναπέ, διάβαζε το ιπποδρομιακό φύλλο. Υποπτεύθηκα ότι ο Α ήταν ο πατέρας και ο Β ο γιος του, αλλά δεν είχα καμία απόδειξη. Η αίσθησή μου πάντως επιβεβαιώθηκε αργότερα όταν ο Β (μετέπειτα Λένι) λέει στον Α (Μαξ στη συνέχεια), “μπαμπά σε πειράζει να αλλάξω θέμα; Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Πώς θα χαρακτήριζες το δείπνο μας; Πώς ονομάζεται κάτι τέτοιο; Γιατί δεν αγοράζεις κάνα σκύλο; Θα ήσουν ιδανικός μάγειρας για σκύλους. Ειλικρινά. Έχεις την εντύπωση ότι μαγειρεύεις για σκύλους”. Επομένως, εφόσον ο Β αποκαλεί τον Α “μπαμπά” μου φάνηκε λογικό να υποθέσω ότι ήταν πατέρας και γιος. Επιπλέον, ο Α ήταν σαφώς ο μάγειρας αλλά η μαγειρική του δεν φαινόταν να χαίρει μεγάλης εκτίμησης. Αυτό σήμαινε ότι δεν υπήρχε μητέρα; Δεν ήξερα. Αλλά όπως είπα τότε στον εαυτό μου, η αρχή δεν γνωρίζει ποτέ το τέλος. “Σκοτάδι”. Ένα μεγάλο παράθυρο. Νυχτερινός ουρανός. Ένας άνδρας, ο Α (μετέπειτα Ντίλι) και μια γυναίκα η Β (στη συνέχεια Κέιτ) κάθονται και πίνουν. “Χοντρό ή λεπτό;”, ρωτά ο άνδρας. Για τι πράγμα μιλούν; Μετά είδα να στέκεται στο παράθυρο μια γυναίκα, η Γ (Άννα αργότερα). Το φως που πέφτει πάνω της είναι διαφορετικό, κι εκείνη στέκεται με την πλάτη γυρισμένη. Τα μαλλιά της είναι σκούρα.
Είναι μια παράξενη στιγμή, η στιγμή της δημιουργίας προσώπων που μέχρι τότε δεν υπήρχαν. Ό,τι ακολουθεί είναι σπασμωδικό, αβέβαιο, μοιάζει με παραίσθηση, ακόμα κι αν μερικές φορές είναι καταιγιστικό. Η θέση του συγγραφέα είναι παράδοξη. Τα πρόσωπα που δημιουργεί δεν τον καλωσορίζουν. Του αντιστέκονται, δεν είναι εύκολο να τα βρει μαζί τους κι είναι αδύνατον να τα ορίσει. Σίγουρα δεν μπορεί να τους επιβληθεί. Ως ενός σημείου παίζει μαζί τους ένα ατέλειωτο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, κρυφτό και τυφλόμυγα. Τελικά όμως συνειδητοποιεί ότι έχει να κάνει με ανθρώπους από σάρκα και οστά, ανθρώπους με τη δική τους θέληση και ευαισθησία ο καθένας, φτιαγμένους από συστατικά που του είναι αδύνατον να αλλάξει, να επηρεάσει ή να παραμορφώσει.
Συνεπώς, η γλώσσα στην τέχνη παραμένει ένα εξαιρετικά αμφίσημο πεδίο συναλλαγής, κινούμενη άμμος, τραμπολίνο, μια παγωμένη λίμνη, τον πάγο της οποίας μπορεί να σπάσει ανά πάσα στιγμή ο συγγραφέας όταν βαδίζει επάνω του.
Αλλά, όπως είπα, η αναζήτηση της αλήθειας είναι μια ατέρμονη διαδικασία. Δεν αναβάλλεται, ούτε ματαιώνεται. Οφείλεις να την αντιμετωπίσεις εδώ και τώρα.
Το πολιτικό θέατρο θέτει μια τελείως διαφορετική σειρά προβλημάτων. Το κήρυγμα πρέπει να αποφεύγεται πάση θυσία. Είναι απαραίτητη η αντικειμενικότητα. Οφείλουμε να επιτρέπουμε στα πρόσωπα να αναπνέουν ελεύθερα. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να τα καταπιέσει και να τα περιορίσει για να ικανοποιήσει τα δικά του γούστα, τις δικές του διαθέσεις ή προκαταλήψεις. Οφείλει να είναι έτοιμος να τα προσεγγίσει από πολλές πλευρές, από όλες τις δυνατές οπτικές γωνίες, ίσως πότε-πότε να τα ξαφνιάσει κι εν τούτοις να τα αφήσει ελεύθερα να πάνε όπου θέλουν. Αυτό δεν λειτουργεί πάντα. Και βεβαίως η πολιτική σάτιρα δεν ακολουθεί αυτές τις αρχές, κάνει μάλιστα ακριβώς το αντίθετο και αυτή είναι η πραγματική της αποστολή.
Στο έργο μου “Πάρτι Γενεθλίων” νομίζω πως επέτρεψα να αναπτυχθεί μια μεγάλη σειρά εναλλακτικών λύσεων μέσα σε ένα πυκνό δάσος πιθανοτήτων, προτού να μεταφερθεί στο επίκεντρο του έργου μια πράξη υποταγής.
Η “Βουνίσια Γλώσσα” υποτίθεται ότι δεν έχει τέτοιο εύρος επιλογών. Το έργο παραμένει βίαιο, σύντομο και άσχημο. Αλλά οι στρατιώτες στο έργο κάπως το διασκεδάζουν. Ξεχνά κανείς πότε-πότε ότι οι βασανιστές βαριούνται εύκολα. Χρειάζεται να γελάνε με κάτι για να ανάβουν τα πνεύματα. Τα περιστατικά στη φυλακή του Αμπού Γκράιμπ στη Βαγδάτη, το επιβεβαιώνουν περίτρανα. Η “Βουνίσια Γλώσσα” διαρκεί μόνο 20 λεπτά, αλλά θα μπορούσε να συνεχίζεται επί ώρες, ξανά και ξανά, το ίδιο μοτίβο να επαναλαμβάνεται από την αρχή, ξανά και ξανά, τη μια ώρα μετά την άλλη. Το έργο “Τέφρα και Σκιά” από την άλλη πλευρά, μου φαίνεται σαν να διαδραματίζεται κάτω από το νερό. Μια γυναίκα πνίγεται, το χέρι της βγαίνει έξω από τα κύματα, βουλιάζει, αναζητά άλλους, δεν βρίσκει κανέναν πάνω ή κάτω από το νερό, βρίσκει μόνο σκιές κι αντανακλάσεις. Η γυναίκα είναι μια χαμένη μορφή σε ένα τόπο που βυθίζεται, μια γυναίκα που δεν μπορεί να ξεφύγει από τον αφανισμό που προοριζόταν για άλλους.
Αλλά καθώς εκείνοι πεθαίνουν, πρέπει να πεθάνει κι αυτή.