Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - kuiper

Σελίδες: [1] 2 3 4 5
1
Χρόνια Πολλά. Ευτυχισμένο και καλότυχο το 2025.

Βασίλη και Λεωνίδα σας έγραψα λίγα λόγια στη σελίδα "Προετοιμασία εκδηλώσεων"
Παρακαλώ απαντήστε μου.

Το έκτο (6) Βιβλίο μου με τίτλο "Αναμνήσεις. Εδώ περί των λύχνων αφάς"
κυκλοφορεί ήδη από προχθές από τις εκδόσεις "b00kstars" 

2
Η Κληματαριά.

-Τι έπαθες κυρία Ελένη, εσύ είσαι έτοιμη να κλάψεις, τα καράβια σου  βουλιάξανε;
-Κύριε Γιάννη, για κοίταξε εδώ, μου είπε δείχνοντας μου τον κορμό της μεγάλης
κληματαριάς που σκέπαζε ολόκληρη την αυλή και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

Η κυρία Ελένη, είχε χάσει νωρίς τον άντρα της. Μια μικρή σύνταξη δεν έφτανε,
να συντηρήσει την οικογένεια της, δυο παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο, είχαν έξοδα
κι’ έτσι νοίκιαζε και το μικρό εξοχικό της, δίπλα στο δικό μου.

Την τελευταία φορά, έμενε μια οικογένεια μεταναστών. Μια χαρά άνθρωποι ήταν δηλαδή,
τουλάχιστον αυτό έδειχναν. Η κυρά Ελένη όμως τους είχε ζητήσει να φύγουν το συντομότερο. 
Δεν πλήρωναν το ενοίκιο ως όφειλαν, μου είχε πει μια μέρα. Ήδη μου χρωστάνε ενοίκια
τριών μηνών, δεν είναι καλοί άνθρωποι κύριε Γιάννη.

Εκείνο το πρωί λοιπόν, έφτασε στο εξοχικό της για να δει τι συνέβη.
Κάποιος άλλος γείτονας, την ειδοποίησε πως οι άνθρωποι που νοίκιαζαν το σπίτι της,
έφυγαν και η πόρτα του σπιτιού παρέμενε ανοιχτή.

-Βλέπεις κύριε Γιάννη, η κακία των ανθρώπων που έφτασε; Εγώ  σου είπα τότε πως αυτοί δεν
ήταν καλοί άνθρωποι, τι τους έφταιγε η κληματαριά μου;

Ο άνθρωπος λοιπόν αυτός ήταν φονιάς, θα μπορούσε να εκτελέσει ποιο εύκολα τον συνάνθρωπο του
για ασήμαντη αιτία, πως και έπεσα τόσο έξω, δεν το πιστεύω.

Για να εκδικηθεί λοιπόν τη γυναίκα, η οποία το αυτονόητο έκανε, να τον διώξει δηλαδή αφού
δεν ήταν εντάξει στις υποχρεώσεις του, πήρε το πριόνι και έκοψε τον κορμό της κληματαριάς, πολύ χαμηλά,
τόσο χαμηλά που να μην έχει τη δυνατότητα να βγάλει καινούργιους βλαστούς.

Έριξα μια ματιά στα μαραμένα της φύλλα, μα και στα κέρινα σταφύλια, που άρχιζαν να παίρνουν το χρώμα
το «κεχριμπαρένιο» και η καρδιά μου πόνεσε. Αυτή η κληματαριά, θα ήταν τουλάχιστον είκοσι χρόνων.

Γιατί θεέ μου τόσο μίσος;

Το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν με τη βοήθεια και άλλων που εν τω μεταξύ είχαν έρθει από τα γύρω σπίτια,
να μαζέψουμε σταφύλια, βλαστούς και κλαδιά και να τα πετάξουμε.

-Το πουλάω κύριε Γιάννη μου είπε, δεν μπορώ να το συντηρήσω, βοηθείστε κι’ εσείς να βρω κάποιον αγοραστεί.

Η κυρά Ελένη όμως δεν περίμενε και πολύ χρόνο, πολλοί ήθελαν να το αγοράσουν γιατί ήταν σε καλό μέρος,
μα και άνετο για μια οικογένεια για εξοχικό, ή μόνιμη κατοικία ήταν ότι έπρεπε και σε καλή τιμή.

-Καλημέρα είπα στον καινούργιο μου γείτονα, αν θελήσετε κάποια βοήθεια  τώρα στην αρχή να μου πείτε.
-Σας ευχαριστώ πολύ μου απάντησε, ελάτε να σας κεράσω για τα καλορίζικα.
-Μια άλλη φορά του είπα δεν θα χαθούμε. Πρόσεξα όμως πως καθάριζε το χώμα γύρω από τον κορμό
της κληματαριάς, που μόλις και προεξείχε.
-Η κληματαριά αυτή έχει ιστορία…
-Ξέρω, με πρόλαβε εκείνος, την έκοψε κάποιος ξένος που έμενε εδώ, για να εκδικηθεί την κυρά Ελένη,
τον βρήκε όμως η αστυνομία και από ότι έμαθα τον απέλασε. Πιστεύω πως καινούργια βλαστάρια θα βγάλει σύντομα,
δύο με τρία τουλάχιστον μάτια, έχει εδώ κάτω κάτω.

Πέρασαν τα χρόνια και την αυλή του Κώστα, του καλού μου γείτονα, τη σκεπάζει η αναγεννημένη κληματαριά
με τα υπέροχα κέρινα σταφύλια.

Ακόμα μια ρακή κυρ Γιάννη;

Έτσι περνάμε ακόμα και σήμερα κουτσομπολεύοντας τη ζωή κι’ ας μας κουνάει το μαντήλι, ποιος της δίνει σημασία.
Καλή καρδιά.

Πόσο αλήθεια ωραίο πράγμα είναι, όταν ο άνθρωπος είναι άνθρωπος.
Λόγια του κωμικού ποιητή, Μένανδρου του Αθηναίου.

Ὡς χαρίεν εστ’ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ

γ. χ.

3

Την εσπέραν τρίπους.

Οι λευκές «πεταλούδες» του χιονιού, φάνηκαν να αφήνουν
πίσω τους το μαύρο του νυχτερινού ουρανού για ν’ αγκαλιάσουν
το γιορτινό φως.
Ας αναβάλω είπα την έξοδο, μα πάλι, λίγες νιφάδες είναι, ίσα ίσα
θα βρω αιτία να περάσω για λίγο στα παιχνίδια του χθες. 

Αυτό το κατάστημα με τα παιχνίδια και όχι μόνο, το βρήκα με τη
βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας, τα εγγόνια μου θα με περιμένουν
πως και πως, πρέπει να βρω αυτά που περίπου γνωρίζω πως θα ήθελαν.
Εξυπηρετική λοιπόν αυτή τη φορά η τεχνολογία, θα είναι όμως και «αύριο»;
Θα συνεχίσει άραγε η Γη τις «τσάρκες» της κανονικά γύρω από τον ήλιο;
Ή θα την «εξαϋλώσουν» τα πρωτοπαλίκαρα της;

-Να σας βοηθήσω; Με ρώτησε η μελαχρινή υπάλληλος του καταστήματος.
-Αυτό το μπαστούνι φαίνεται χειροποίητο, να είναι άραγε από ξύλο; δηλαδή
κλωνάρι κάποιου δέντρου;
-Δεν γνωρίζω. Όμως γιατί θα πρέπει να είναι από ξύλο, υπάρχει κάποιος
λόγος αν επιτρέπεται;
-Αυτό θα μπορεί σίγουρα ν’ ακούσει τα μουρμουρίσματα της καρδιάς μου,
κάποτε το έδερναν κι’ αυτό οι καταιγίδες του χρόνου, καταλάβατε;
-Όχι. Συγνώμη.
-Δεν πειράζει, ίσως και να είναι καλύτερα… 

Καλώς σε βρήκα του είπα χαϊδεύοντας το, για να δούμε τώρα, μπορείς να βοηθήσεις; 
Δεν σου λέω βέβαια να πάμε πίσω στο «εμπρός βήμα ταχύ» εκείνης της πρωτομαγιάς,
μα να ημερέψουμε λίγο το καλησπέρα ζωή.

Πλησιάζουν Χριστούγεννα, οι δρόμοι της πόλης έχουν την τιμητική τους.
Πολύχρωμα λαμπιόνια, αντικατέστησαν τα φύλλα των δέντρων και οι ριπές των λέιζερ,
φτάνουν τα σύννεφα, βάλθηκαν θαρρείς  να καλύψουν τις αστραπές, της χειμωνιάτικης νύχτας.
Παιχνίδια χιλιάδες, έτσι που τα σημερινά παιδιά να ξεχνούν το γράμμα στον Άγιο Βασίλη,
έχουν τόσα πολλά, που ακόμα ένα, δεν θα άλλαζε το χρώμα στα παιδικά τους όνειρα.

Πριν από πολλά χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν φωτισμένοι δρόμοι, που δεν υπήρχαν
χριστουγεννιάτικα παιχνίδια, ήρθε κάποια μέρα δώρο μιας θείας μου ένα κόκκινο μπαλόνι,
από αυτά που σήμερα αγοράζονται με το κιλό.
Όταν τελικά κατάφερα να το φουσκώσω, έγινε στο σχολείο «χαλασμός». θυμάμαι, έτρεχα
στην αυλή κρατώντας το ψηλά με το χέρι και πίσω μου όλα τα παιδιά προσπαθούσαν
να ακουμπήσουν αυτό το «εξωγήινο» κατασκεύασμα. 
Δε θα ξεχάσω τη Γιαγιά μου, όταν είδε το μπαλόνι να μεγαλώνει, έκανε το σταυρό της.
Λέω να γυρίσω πίσω, μα η περίεργη ματιά μου, σταμάτησε στη βιτρίνα ενός καταστήματος με δώρα.
Τους βόλους πρόσεξα, τους γυάλινους βόλους, με τις όμορφες αποχρώσεις.
Μπα, εδώ δεν θα τα καταφέρω να τα συγκρατήσω, τα δάκρυα θέλω να πω. Αυτά λοιπόν τελευταία
όλο και βρίσκουν χαραμάδες για να δραπετεύει κι’ από κανένα.
Γυάλινες «μπίλιες» τότε φυσικά ήταν σπάνιες, με πηλό τις φτιάχναμε, τις ψήναμε στη φωτιά και τις
βάφαμε με κόκκινο και μπλε μολύβι, τα μοναδικά χρώματα που είχαμε δηλαδή.

Σταγόνες βροχής, διαδέχτηκαν τις λευκές «πεταλούδες» πλησιάζει καταιγίδα, καιρός να γυρίσω στο σπίτι.
Τα αποψινά μου όνειρα έχουν «θέμα» δε θα δυσκολευτούν να διαλέξουν.  Για το αύριο όμως;

γ.χ.

4
Μετά από σένα.

Μείνε στην αντηλιά την ύστατη, πούλια μη βασιλέψεις.
Την παγωμένη σκιά, με την ανάσα της ελπίδας να ζεστάνεις.
Της ματιάς τ’ αγρίεμα να μπουνατσάρεις, το γκρίζο
δειλινό να γαληνέψεις.
Στη μοναξιά του χρόνου, το λειψό καρδιοχτύπι ας μη περισσέψει.
Μείνε σύννεφο λευκό, μην περάσεις στο κάδρο των αναμνήσεων.

Μετά από σένα βάτος καιόμενη, πύρινη της ερήμου οιμωγή.
Το σταυροδρόμι των χαμένων ελπίδων.
Η ωκεάνια άβυσσος  της νεκρής ψυχής.
Η επέλαση των αφηνιασμένων οπλών του χρόνου.
Η παραμόρφωση των αισθήσεων.

Μείνε στο εικονοστάσι της προσευχής, το λευκό αγιοκέρι
ν’ ανάψει.
Πετράδι ανεκτίμητο, πεφταστέρι τ’ ουρανού, μη χαθείς
στα θολά συμπαντικά περάσματα,  στα σταυροδρόμια
των άυλων κόσμων.
Μείνε στις ζωγραφιές των παρθένων στιγμών.

Μετά από σένα, άνυδρα όνειρα, γκρίζες
οι ριπές των ματιών, σκοτάδι στους σταθμούς
της ψυχής, επώδυνες
οι αρρυθμίες της καρδιάς.
Φλεγόμενα ακρογιάλια, λαίλαπας το χάδι της ζωής.
Οι σταθμοί των άστρων, καταποντισμένα περάσματα.
Μετά από σένα, χαμένα όνειρα, νεκρή φύση, των πεπρωμένων
το τέλος.

γ. χ.

5
Δεν είπα εγώ ποτέ, πως είμ’ εγώ.

Δεν είπα εγώ ποτέ, πως είμ’ εγώ,
είμαι το άλλοθι μιάς έννοιας περίσσιας.
Δε μίλησα για μένα εγώ, πως είμ’ εδώ,
είμ’ ο ζητιάνος μιάς απύθμενης αλήθειας.

Δεν ζήτησα εγώ ποτέ καμιά υποταγή,
είμαι ενός πολέμου τραυματίας.
Δεν είπα εγώ ποτέ, πως είμαι ο άνεμος στη γη,
είμαι του άγνωστου ο «Φαν» ο αισθηματίας.

Δεν είπα εγώ ποτέ πως είμαι η αρχή,
είμαι η σταγόνα κάποιας άλλης καταιγίδας.
Δεν ζήτησα εγώ ποτέ μιά κάποια παροχή,
είμαι οδοιπόρος μιάς απέλπιδος ελπίδας.

Είμαι ρυάκι ενός μεγάλου ποταμού,
που κάθε άνοιξη από δροσιά στερεύει,
είμαι ο επαίτης της ζωής για ένα «μου»
για ένα κομμάτι «σ’ αγαπώ» αν περισσεύει.

γ. χ.

6
Ένα χαμόγελο.

Ένα χαμόγελο που το, χω φυλαχτό
στα βάθη της καρδιάς μου που, χει μείνει
σου το χαρίζω είναι γράμμα ανοιχτό
στις νύχτες σου ηλίανθους ν' αφήνει.

Φάρος να είναι για υφάλους, ξερονήσια
στις ακεφιές σου ένας ήλιος μι' αγκαλιά
ένα αγιοκέρι στης καρδιάς σου τα ξωκλήσια
των αστεριών ουράνιο τόξο, πινελιά.

Να το μπορούσα τη ζωή να ξελογιάσω
στα ζάρια να την κλέψω μια φορά
όσα μου ξέφυγαν χαμόγελα να πιάσω
στα όνειρα σου να τα στείλω προσφορά.

γ. χ.


 

7
Άλλη μια νύχτα με τους φίλους τους παλιούς...

Είδα τους φίλους τους παλιούς,
σε μια θολούρα στους μεγάλους ουρανούς,
με τα ολόλευκα φτερά, δίχως τα μαύρα τους μαλλιά,
να λένε για τα χρόνια τα παλιά.

Ταξίδεψαν αλάργα,
ο Θοδωρής, ο Μήτσος, ο Λευτέρης, ο Δημήτρης,
σημάδια αδιάβαστα κι’ οι οιωνοί, 
τα μερομήνια κι’ ο αποσπερίτης.

Κι’ εγώ να παίζω λέει μοναχός
δίχως αγάπη κι’ ουρανό.
καλαμοσκέπαστη και η φωλιά στο σπίτι.
- Ξύλο και σήμερα θα φας, αναρχικέ μικρέ αλήτη.

Μέσα στα πέπλα του χιονιά
μου λείπει αλήθεια η ανάσα του Χαντρά,
της άνοιξης μου λείπουν τα σοκάκια,
οι μαντινάδες μου χαθήκαν στα βαθιά
ξεθωριασμένα τα ερωτικά τα ραβασάκια.

Μα κι΄ οι παντέρμοι οι γλεντζέδικοι χοχλιοί
δίχως σπιρτάδα κι’ η ρακή,
ξετροχαλιάστηκαν τα όμορφα, κρυφά γιατάκια,
του καϊμακλίδικου ανέραστα μεράκια.

Άλλη μια νύχτα να την παίζω τη ζωή,
τους γρίφους της σιγά και μη διαβάσω,
της στέλνω δυο πικάντικα φιλιά, μια ψεύτικη αγκαλιά,
τα δίχτυα της τα πονηρά να σπάσω.

γ. χ.

8
Κλεψύδρα...

Στο τρένο των ανέμων σαν βρεθείς ταξιδευτής,
στα πέτρινα περάσματα του χρόνου επιβάτης,
μην περιμένεις στων ονείρων τους σταθμούς να κατεβείς,
είσαι’ ένας ξένος στο φινάλε της ζωής, λαθρεπιβάτης.

Ο χρόνος τρέχει στην κλεψύδρα της ζωής
κι’ εσύ απορείς πως έχει κιόλας σκοτεινιάσει,
σκέψεις παρήγορες, μα ποιας απαντοχής,
το πεπρωμένο ποιος μπορεί να προσπεράσει!
 
Λυσσομανάει του Δεκέμβρη η καταιγίδα
κι’ είναι απόβραδο και γκρίζα σιωπή,
ξεσπά του σύννεφου η οργή σε πλημμυρίδα
σκοτάδι άβατο κι’ ούτε μια κάποια αναλαμπή.

Σταυρόλεξο με κουρασμένες έννοιες,
μπερδέματα οριζοντίως και καθέτως,
απούσες της ζωής οι εύνοιες,
κι’ ο καϊμακλίδικος αγλύκαντος και νέτος.

Αναρριπίζει ο χρόνος τις ματιές που απομένουν,
στην κάψα για μια σκιάδα, όνειρο απατηλό,
τα όνειρα της Κυριακής βαριανασαίνουν,
πρόβλημα δυσεπίλυτο, ανάκουστο μελό.

Γλιστρά απ’ τα δάχτυλα τ’ όμορφο κομπολόι,
ούτε στου λύχνου το αχνόφεγγο συναλλαγή,
χτυπά μεσάνυχτα του τοίχου το ρολόι,
κοντά στα ξημερώματα, μοιραία υποταγή.

Μα εγώ το κόκκινο κρασί απ’ τα φιλιά της
δίνω στον έρωτα να πιει να λιγωθεί στην αγκαλιά της,
να σβήσω δυο γραμμές απ’ το τεφτέρι το ραμμένο
να ξεχαστώ απ’ της ζωής, αυτό που λένε πεπρωμένο.

γ. χ.

9
Το Λίκνο του Οκτώβρη!

Δευτέρα, δέκα οκτώ του Οκτώβρη, η πρώτη ανάσα της ζωής ώθηση στις στροφές των πεπρωμένων.
Αδιάβαστες, κρυφές της μοίρας οι γραφές,
“βολίδα” και ο χρόνος της ζωής.

Του Οκτώβρη το ταξίδι του σήμερα ένας ακόμη κύκλος, ακόμα μια ματιά από το φτωχικό το λίκνο του Οκτώβρη,
από το μακρινό το χθες, από το χαμόγελο των άγνωστων εκείνων κόσμων, τις ζεστές αγκαλιές του τότε, στο άγνωστο
σ’ αγαπώ του τώρα. 

Και ήρθε η μοίρα το λίκνο του Οκτώβρη να στολίσει
με τα στρωσίδια τα υφαντά της μάνας,
γράμμα για της ζωής του τα μελλούμενα ν'  αφήσει
κι' ένα λουλούδι γιατρικό, φιλί βαλεριάνας.

Ο  χρόνος ήρθε κι' έφερε γιορτή
ηλιόλουστο το πρωινό τ' αγαπημένο,
κεράσματα, μέλι ζεστό με τη ρακή
κι' ήμουν κι' εγώ εκεί, 
μια “ατραξιόν” στο πεπρωμένο.

Όμως περνάει γρήγορα ο καιρός
του λύχνου τις ματιές ο χρόνος σβήνει
θειάφι για φωτιά στην παραστιά
σπίθα στη στάχτη για το αύριο να μείνει,
θαμπή της νύχτας η ματιά.

Ξημέρωμα με χιόνια Κυριακή
αγλύκαντος κι' ο χόντρος με το γάλα
δύσκολη της δευτέρας η γραμματική
βοριάς στο λάθος η δασκάλα.

Χριστούγεννα ονειρεμένο πρωινό
όμως δεν άλλαξε ο ήλιος, το φεγγάρι,
κρίκος αδύναμος τραπέζι γιορτινό,
αλλού το όνειρο αλλού και το λογάρι.

Χιονίστρες στου Δεκέμβρη τα “αλώνια”
μαγκάλι αναμμένο για παρηγοριά,
άγνωστα τα πολύχρωμα μπαλόνια,
τα σύννεφα στα όνειρα βαριά.

Σβουρίζει ο βορράς το χιόνι,
στην παραστιά τρίζουν οι βίτσες οι χλωρές
θέλει καιρό να' ρθει το χελιδόνι,
κηπούλια παγωμένα και σπορές.

Απ' τους χοχλιούς το μοιρολόι  περισσεύει,
σκολιάτικος μεζές μπουμπουριστός,
λάθρα τσιγάρο κι' ο χιονιάς που αγριεύει,
χιονάνθρωπος με παρασύρα αγκαλιαστός.

Του ανηφορά παραπονιάρικα παιχνίδια,
τ' αστροπελέκια έφεραν βροχή,
ανεπαλιές στα υφαντά στρωσίδια,
τ' αχινοπόδι το ξερό να μη βραχεί.

Λιαστή ντομάτα στην καλαμωτή.
στης παραστιάς τη χόβολη πατάτα,
το πάτημα στους ομανίτες να μη μαθευτεί,
συντροφικά να μείνουνε μαντάτα.

Κοντοπαντέλονο παλικαράκι στο σεργιάνι,
για ντάκο με ντομάτα καμιά αθιβολή,
άγουρο λάδι για τη γρίπη να σε γιάνει,
από τα τρία Τ Τ Τ γράμμα επίσημο, παραλαβή.

Δυο μαντινάδες στο τεφτέρι το ραμμένο,
μαργώνουνε τα χέρια στο χιονιά,
μια σουσουράδα θήραμα αγαπημένο,
κοπάδι διαβατάρικα των μύλων τα πανιά.

Αλύγιστος ο δικαστής, ο χρόνος,
δεν έχει τέλος ο δωδέκατος χιονιάς,
απ' τις χιονίστρες οι πληγές κι' ο πόνος,
λες κι' είναι άπονη η ζωή, φονιάς.

Κοφτές βεντούζες για να πέσει ο πυρετός,
τα γιατροσόφια έχουνε παγίδες,
μένει αταξίδευτος και ο χαρταετός,
καλμόλ και καλμοντίνες είναι λίγες.

Γεύση πικρή οι ασκορδουλάκοι,
είναι που φεύγεις σαν το χέλι που γλιστρά
θα περισσέψουν στο πιθάρι και οι ντάκοι,
ο χρόνος χείμαρρος κυλά.

Έλιωσε το τεφτέρι το ραμμένο
προσάναμμα της κρύας παραστιάς
στ' αζήτητα το λίκνο αφημένο
δίχως ιάματα και φύλλα της μυρτιάς.

Όμως άλλη μια προσπάθεια να τα πούμε,
εγώ του σήμερα ο ξένος κι’ εσύ κοπέλι του χθες…

Εγώ είχα λέει… εκεινιά την ταχινή
ένα δυο μπίλιες πήλινες  και δυο αμάδες
από πηλό κι’ από κοχύλια τιμαλφή
το σπίτι μου έδερναν αλύπητα βοριάδες
κι’ ήταν με χώμα και καλάμια η οροφή.

Την πέτρα έσκιζε ο ήλιος του καλοκαιριού
στης άνοιξης τα όνειρα κρυφομιλούσα
φθινόπωρο, η ώρα του παραμυθιού
τα χειμωνιάτικα πουλιά πετροβολούσα.

Είχα του λύχνου την παρέα τις νυχτιές
τον Ερωτόκριτο στης γειτονιάς το φωνογράφο
για τις ανέμελες του κόσμου μου ματιές
ένα κοντύλι με κλωστή στη πλάκα μου να γράφω.

Ανηφοριές, κατηφοριές, στα καλντερίμια
ρίμες παθιάρικες στους στίχους της βροχής
τις Κυριακές θηρεύοντας καρδιές κι’ αγρίμια,
στα πεφταστέρια όνειρα γλυκιάς απαντοχής.

Στις γειτονιές τις πλουμισμένες σεργιανούσα
από το δώμα αγνάντευα των μύλων τα πανιά
κρυφές ματιές ντροπιάρικα φιλοξενούσα
στην ανθισμένη της αυλής μου λεμονιά.

Είχα χαμόγελα στ’ αλήθεια με μεθούσαν
κι’ ένα φεγγάρι κέρινο για συντροφιά
μα ξέμειναν, λένε πως δεν μπορούσαν
στου χρόνου τους ορίζοντες, τη συννεφιά.

Γιάννης Χαρκιολάκης

10
Το εξπρές του Δεκέμβρη.

Έχω μια θέση στο εξπρές της καρδιάς μου,
που μένει άδεια στα όνειρά μου.
Δεν τη νοικιάζω μα τη χαρίζω,
στα πεφταστέρια  της νύχτας το ψιθυρίζω.
 
Πολλοί τη θέλουν μα να κατέβουν
σε κάποια στάση,
προτού το τρένο στο τέλος φτάσει.
Άλλοι τη θέλουν να ταξιδέψουν,
να παίξουν,
στις καταιγίδες όμως να ξεπεζέψουν.

Κι’ εγώ λυπάμαι που μένει άδεια,
θα είχα παρέα τα γκρίζα βράδια.
Το τρένο σφυρίζει για το ταξίδι
κι’ ας μην αξίζει.
Με άδεια τη θέση που είχα κρατήσει,
σ' ένα χαμόγελο του που είχα αγαπήσει. 
γ. χ.

11
Ρωγμές στα όνειρα…

Μια σου εικόνα μια παραίσθηση απατηλή
στου στεναγμού μου έγειρε την κοίτη
μορφή εξαίσια μ’ απόκοσμη, θολή
χάνεται στ’ αμυδρό το φως τ’ αποσπερίτη.

Χωρίς το γέλιο σου ανυπόφορη σιωπή,
τους στίχους μου να σου διαβάσω δε θ’ ακούσεις
λόγια που θ’ άθελε η  ψυχή μου να σου πει,
δάκρυ πικρό της μπελ εποκ απούσης.

Ρωγμές στα όνειρα που σμίλεψα για σένα
λαχτάρα εξαίσια και διάφανη ηδονή
χνάρια στο χρόνο σκόρπια, αφημένα
για το χαμόγελο μιας μέρας προσμονή.

Μερεμετίζω λόγια να σου στείλω πικραμένα,
λόγια που θ’ άθελε η καρδιά μου να σου πει,
απ’ της ζωής τον άγριο δρόλαπα κρυμμένα,
να ταξιδέψουν στη βαθιά σου σιωπή.

γ. χ.

12
Απολιθωμένοι εραστές!
( Από το βιβλίο μου "Εσπερίδα" )

Άδικο είναι,
απ’ της ζωής μου το τρένο να λείψεις
κι’ έμεινε άδεια η θέση
για σένα που είχα κρατήσει
με την ελπίδα τα χνάρια να βρεις να γυρίσεις. 

Σ' αναζητούσα στης αυγής τ' ακρογιάλια
στα σμιλευμένα των ματιών σου κοράλλια.
Η μορφή σου κρυμμένη στα όνειρα μου
ήρθε στης ζωής μου το τώρα,
στη γυμνή ώρα, που έχει νυχτώσει χαρά μου
κι’ είναι χειμώνας.

Πόσο λυπάμαι,
που συννεφιάζει και της ματιάς σου το νάζι
έφτασε βράδυ.
Φτωχή πεταλούδα δίχως φεγγάρι
πικρό το χειλιών σου το νέκταρ,
χαμένο και της της ψυχής το λογάρι.

Το μελένιο χαμόγελο σου
στο άγνωστο ταξίδευε χρόνια,
το λήστεψαν όμως του Απρίλη τα χιόνια,
που να το κρύψω τώρα
το σ’ αγαπώ σου;

Άδικο είναι,
το νήμα του χρόνου στο φινάλε να σπάσεις
στη στροφή τη μοιραία να φτάσεις
στου ήλιου το γέρμα.
Φτερό στον άνεμο της ζωής το καράβι
χωρίς και της ψυχής σου το έρμα.

Πόσο λυπάμαι,
που αργοπόρησες τόσο
κι’ ήρθες μέσα στην άγρια μπόρα.
Σκόρπιοι κι’ οι στίχοι,
για σένα που είχα σμιλέψει,
δεν είχαν τύχη.

Της φωτογραφίας το δάκρυ,
έχει στο χώμα κυλίσει,
Πώς να γκρεμίσω για σένα,
της ψυχής μου τα τείχη,
που της καρδιάς το αμόνι έχει σιγήσει
και της ψυχής ο λύχνος σε λίγο θα σβήσει. 
 
Πόσο λυπάμαι!

γ. χ.

13
Κράτα το χέρι μου σφιχτά.. 
(στο βατόμουρο μου)

Κράτα το χέρι μου σφιχτά
στα σκέρτσα του αέρα, του χιονιά
μελαχρινή μου μυρωμένη πασχαλιά. 
στου χρόνου τα ρηχά 
της μιας δραχμής η ομορφιά
γι' ακόμα μιά χαρά μου δρασκελιά.

Της Παναγιάς η στράτα
στα μελαγχολικά τα καστανά σου μάτια
θα φέρει και αστροφεγγιά 
του ήλιου τα καράτια.
Κράτα τα χέρια μου σφιχτά
βατόμουρο μου σ΄ έχω ακόμα αγκαλιά,
έχω φυλάξει τα φιλιά
σ' εκείνο τον παλιό μας μπεζαχτά.   

Της Παναγιάς η στράτα
στου χρόνου την ανηφοριά
θα φέρει όνειρα δροσάτα
και την ανάσα μου γλυκιά παρηγοριά,
 
γ. χ.

14
Στσ’ ανεπαλιές του φθινοπώρου!…

«Τώρα που έμαθα πως ν’ αγαπώ
και στα παιχνίδια της ζωής να ισορροπώ,
τώρα που ξέρω τ’ άστρα να διαβάζω,
τον έρωτα μπορώ να μεταφράζω,
τώρα μου λένε είσαι παρελθόν,
δεν έχεις λόγω στο παρόν.
Σου φτάνουν λένε οι αναμνήσεις,
στσ’ ανεπαλιές του φθινοπώρου να μετρήσεις».

Μα εγώ «Manor» θα χτίσω για το πείσμα αυθαίρετο,
από του χρόνου τα καπρίτσια απροσπέλαστο.
Τα όνειρα μου με γραφές να τ’  αρματώσω
κι’ αν βρω χαμόγελα που χάρισα να σώσω.
Λέω να φτιάξω κήπους κρεμαστούς,
παρτέρια να φυτέψω με λωτούς. 
Βαλεριάνες να’ ναι οι γλάστρες του γεμάτες,
το λιακωτό στρωμένο με φλοκάτες.
Σε κάθε τοίχο μια θυρίδα σιδερένια,
για τα φιλιά της «Αρετούσας» τα μελένια. 
Λέω να χτίσω αυθαίρετο να μείνω το χειμώνα,
τον επερχόμενο να ξεγελάσω, τον τυφώνα.
Στη βαρυχειμωνιά που όπου να’ ναι πλησιάζει,
το τζάκι του φωτιά, να λαμπαδιάζει.
Υδρόμελι να φτιάξω για τα βράδια,
να τη μεθύσω τη ζωή, εξάρες και στα ζάρια.
Λέω «Manor» αυθαίρετο μια νύχτα να σηκώσω,
τις αναμνήσεις, τα χαμόγελα μου να σπιτώσω.
Να ΄χω να λέω κι’ αν ο ήλιος μου θα σβήσει,
πως για τον «φοίνικα» μια σπίθα έχω αφήσει.

γ. χ.

15

Πες μου σ’ αγαπώ!
( Από τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου μου «Δακρυσμένα χαμόγελα»)

Με το χρυσάφι των μαλλιών μου σε χαϊδεύω
κι’ απ’ τα σμαράγδια των ματιών μου σε θωρώ
είμαι μια στάλα που τα θέλω σου αναδεύω
στης φαντασίας σου τον κόσμο «οδοιπορώ».

Ακροβατώντας στον ιστό της σκέψης σου
καταδύομαι στον άναρχο κόσμο των οραμάτων σου.
Σ’ αγαπώ ψιθυρίζω στους ανέμους, στις θύελλες, στις
καταιγίδες κάθε φορά που τα παιχνιδίσματα τους με
φέρνουν κοντά σου.

Το συννεφάκι που στην αγκαλιά του με κρατούσε, εσύ
στον ουράνιο θόλο το σμίλεψες εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα.
Και καθώς το καλέμι της σκέψης σου αυλάκωνε τις νερογραμμές
μου μονολογούσες.
Να μ’ αγαπάς!
Στην κάψα να’ σαι η δροσιά μου,
στην παγωνιά η ζεστασιά μου.

Και από τότε ταξιδεύω…
Ταξιδεύω μέσα στης φαντασίας σου το άπειρο,
στα δάκρυα σου, στο χαμόγελο σου, στον πόνο,
στη χαρά σου, στην πίκρα, στα όνειρα σου.
Και ρωτάς κάθε φορά που ο ουρανός σου συννεφιάζει.
Που είσαι;

Κι’ εγώ σ’ ακούω, θύελλες περνώ και καταιγίδες,
αστροπελέκια και τυφώνες. 
Τα χρυσά τα μαλλιά μου να χαϊδέψεις, τα πράσινα τα μάτια μου να
διαβάσεις, από τα χείλη μου ν’ ακούσεις, σ’ αγαπώ.

Να σου θυμίσω λίγες από τις αμέτρητες φορές που ήρθα κοντά σου.

Στο θερινό το σινεμά δίπλα στο αγιόκλημα σε είχα δει μια αυγουστιάτικη βραδιά
και ήσουν μόνος,
πάλι για μένα έγραφες…
Που να’ σαι τώρα;

Και είπα να σου θυμίσω πως είμαι πάντα κοντά σου.
Το πρόσωπο σου χάιδεψα, ξαφνιάστηκες, κοίταξες τον ουρανό με απορία. 
Θα βρέξει είπες μέσα σου, μα πως, βροχή από ένα λευκό συννεφάκι;
Τότε κατάλαβες, το δροσερό το χάδι δικό μου ήταν, το μαντήλι που με σκούπισες κοίταξες
κι’ ύστερα το φίλησες.
Το δάκρυ σου με συγκίνησε, μα τι θα μπορούσα να κάνω;
Μια σταγόνα της βροχής μονάχα είμαι.

Κυριακή βράδυ, στο ραντεβού δεν πήγες, γιατί;
Δεν φαινόταν πω θα βρέξει κι’ όμως…
Τρίτη θέση στο τρένο, μόνος στο ταξίδι του χρόνου, πάλι για μένα στίχους έγραφες
κι’ εγώ να κρατηθώ στο τζάμι προσπαθούσα.
Λίγο πριν χαθώ με είδες και μου χαμογέλασες, σ’ αγαπώ μου είπες κι’ εγώ χάρηκα
κι’ έγινα ήλιος ανέσπερο φως.

Καλοκαίριασε, κουράστηκες να ρίχνεις τις πέτρες στη θάλασσα μέχρι που τ’ αστροπελέκια
έφεραν σταγόνες βροχής.
Εμένα θυμήθηκες, τη δική σου σταγόνα, τη δική σου σταλαγματιά της βροχής.
Και τότε την νοτισμένη άμμο βάλθηκες να πλάθεις.
Ένα κάστρο για την πριγκίπισσα σου.

Θα είχες πιει δυο ποτηράκια παραπάνω.
Απόκριες ήταν, φαινόσουν χαρούμενος, γλεντούσες τη «μασκαρεμένη» βραδιά
κι’ όμως τ’ αστέρια θωρούσες, ή μήπως τα γκρίζα σύννεφα που ετοιμάζονταν τα δάκρυα
τους ν’ αφήσουν;
Βράχηκες μα δεν σ’ ένοιαζε, είχες εμένα δίπλα σου και με καμάρωνες, όμορφη βραδιά…     
Κουράστηκες από τις κακοτοπιές κι’ είπες να ξαποστάσεις.
Δίπλα στης μοναξιάς σου τ’ ακρογιάλι, την άμμο σκαλίζεις και είσαι μόνος.
Το φθινόπωρο έφτασε και το δάκρυ σου κατηφορίζει αργά για να χαθεί «αμίλητο» στο χώμα.
Με απορία με κοιτάζεις, λες και με θωρείς πρώτη φορά,
θέλω κάτι ακόμα να σου πω μου λες…

Μ’ ένα απ’ τα πέπλα σου χαρά μου μαγικό,
σαν χάδι στο μεθύσι μου απόψε σκέπασε με
κι’ απ’ τη δροσιά σου κέρνα με ποτό νοσταλγικό,
μείνε γλυκό μου όνειρο και αποκοίμισε με.

γ. χ.

16
Μάτια του χθες. (Στη γυναίκα μου)

Σαν κοιτάζω τα μάτια του χθες
τα ήρεμα μιας θάλασσας κύματα
μοιάζουν της νύχτας παρθένες σκιές
που μου στέλνουν αγάπης μηνύματα.

Λευκά εντελβάις της ψυχής του ανθίσματα
στης ζωής τα λιμάνια αιθέριες μορφές
αγέρωχοι φάροι στου χρόνου τα πείσματα
στα μινόρε των γλάρων αναμνήσεις θολές.

Και είναι τα ίδια των ονείρων στολίδια
που στο βαλς και του τώρα μεθούνε καρδιές
πιο γλυκά στης ζωής τα παιχνίδια
μελαγχολούν, μα ανάβουν ακόμα φωτιές.

Κι' αν περάσαν χειμώνες εκείνα υπάρχουν
στις βεγγέρες του τώρα στενές επαφές
άγονη γραμμή τα καράβια δεν θα ξανάρθουν
μα εγώ έχω για φάρο τα μάτια του χθες.

γ. χ.

17
Εγώ κι' εσύ γλυκιά ζωή!

Ζωγράφιζες την αύρα των ματιών μου
κι' ήταν Δευτέρα ένα κρύο πρωινό
τώρα στο σύθαμπο σε χάνω φως μου
διάτορο το χάδι σου το αυγινό.

Ευαίσθητη, αναρχική πριγκίπισσά μου
θωρούμε γκρίζο τον δικό μας ουρανό
ν' ανηφορίσουμε να με κρατάς αρχόντισσά μου
να φιληθούμε στο μοιραίο δειλινό.

R.
Δε φάνηκες απόψε στα όνειρα μου
γλυκιά ζωή γλυκιά χαρά μου.

Ζάλα αλίμενα απ' του πολέμου την καπνιά
στ' αζήτητα οι ανοιξιάτικες γραφές μας
παιχνίδια ερωτικά αλλοτινά
αρχαίο κώνειο του τώρα ο καφές μας.

Άφωτα μελαγχολικά τα κίτρινα φεγγάρια
και η "φατσύλα" μας κι' αυτή στο τέλος της διαδρομής
διπλές και ντόρτα οι ζαριές στα ζάρια
στα βερεσέδια της παλιάς μας της δραχμής.

R.
Δε φάνηκες απόψε στα όνειρα μου
γλυκιά ζωή, γλυκιά χαρά μου.

Γιάννης Χαρκιολάκης

18
Δεν τελειώνει μ’ έναν έρωτα η ζωή.

Φύσα βοριά και παίξε μπαλοτιές
για μια αγάπη που την έκανε κομμάτια
φύσα μαΐστρο σβήσε τις φωτιές
που άναψαν δυο καστανά μεγάλα μάτια.

Δεν τελειώνει μ’ ένα ψέμα η ζωή
έχει ο χρόνος ο σοφός βοτάνια     
μ’ ένα του βλέμμα ένα χάδι μια πνοή
σ’ άλλης αγάπης θα περάσεις τα λιμάνια.
 
Άγλυκο είναι ένα κάλπικο φιλί
θα λιώσει η ζάχαρη η άχνη ως το βράδυ
μα είναι όμως η αρχή λίγο πολύ
για κάτι άγνωστο που θα ‘ρθει απ’ το σκοτάδι.

Δεν τελειώνει μ’ έναν έρωτα η ζωή
με μια ζαριά σημαδεμένη
έχει ο καιρός γυρίσματα θα δεις ένα πρωί
στο σ’ αγαπώ της τη ματιά σου κεντημένη.

Γιάννης Χαρκιολάκης

19
Από το ημερολόγιο της ζωής…

Δεκαέξι αγριολούλουδα το δώρο μου, όσα και τα χρόνια των γενεθλίων της.
Το πρωτοπέταχτο σκίρτημα, της εωθινής αύρας, της παρθένας αυγής. 
Στο στερνό, το κρυφό, το απαγορευμένο από τ’ άστρα και τα φεγγάρια,
ραντεβού μας.
Το πρώτο δάκρυ, το μοιραίο…

Έσκυψε, αφήνοντας αδέξια κάποιο λουλούδι, να πέσει στο χώμα.
Ήταν το «αστέρι της βηθλεέμ» (ορνιθόγαλο),  λευκό, σαν την αγνή,
την άπειρη αγάπη μας.
Το ακούμπησε απαλά, στα νοτισμένα από τα δάκρυα μάτια της
και μου το έδωσε.
Ένα και μοναδικό, το μεταξένιο της φιλί. Το χάδι μιας σύντομης, άδολης
αγάπης.

Καλό ταξίδι…

Ο «καρνάβαλος», το παλιό λεωφορείο, πέρασε τον ανώμαλο, τον
ολισθηρό δρόμο του μικρού οροπεδίου, για το λιμάνι, το λιμάνι των
ούριων ανέμων…
Ένα ταξίδι πρωτόγνωρο, με τον μπούσουλα ξεχασμένο, στης φαντασίας
μου το αρχιπέλαγο.

Οι παλμοί της καρδιάς μου, μπερδεύουν τη σκέψη μου.
Υποκλίνομαι, στη γοητεία του ασημένιου ουρανού, στα τερτίπια
ενός άλλου θεού.
Γραφές, προφητείες, ασύνδετοι δεσμοί.
Χαμογελάω, θαρρώ πως μου αρέσει…

Αστραφτερά «στρας» και παιχνίδια στις γειτονιές, των καινούργιων
οριζόντων, των θαυμαστών κρεμαστών κήπων.
Θεσπέσια θέλγητρα, στις βεγγέρες των ανθισμένων ουρανών.
Νύχτες ρομαντικές, ερωτικές στιγμές, η απόλαυση της ζωής.

Αφηνιασμένα παιχνίδια, στην απεραντοσύνη ενός αιθέρα.
Βυθίζομαι, στο δικό μου άπειρο διάστημα, το γεμάτο εικόνες.
Στη σκιά των αστεριών, στη γοητεία του παράδοξου.
Υπάρχει χρόνος γι’ ακόμα ένα όνειρο;

Απόβραδο, στ’ αλμυρά περιγιάλια τα δικά μου, τα ξεχασμένα γενέθλια.
Αθόρυβα, περιπλανώμενα, δίχως λουλούδια, όμως με φιλιά ερωτικά,
μα και επαίσχυντα.
Μεταμφιεσμένα, αποκριάτικα μαντάτα, που έστειλαν πόνο.

Στο σήμερα, δεν έμεινε το χθες,
σε όσους πόνεσα τα δάκρυα να σβήσω,
κι’ αν άφησα λίγη χαρά, να την ποτίσω.   

Βράδιασε κι’ οι αναμνήσεις στην άνυδρη όαση φλέγονται.
Ένα χάδι, ένα φιλί, ένα χαμόγελο για τη ζωή, πόσο άραγε να αξίζει;
Φτάνει το χρυσάφι της γης;

Yiannis H.

20
 
 Αξύπνητο όνειρο…
 
«Αξύπνητο» μου όνειρο, του χθες του τώρα,
το χρώμα των ματιών σου, πώς να το δω,
περάσαν τα χρόνια, με γκρίζο και μπόρα,
φεγγάρι που δεν σε γνωρίζω, μα σ’ αγαπώ.

Περίεργο μου όνειρο, κανακεμένο,
γράμμα με βουλοκέρι, ερωτικό,
στης ψυχής μου το δάσος χαμένο,
τραγούδι μου άφωνο, δραματικό.

Ζωγραφίζω τις νύχτες, με άχρωμο χρώμα,
σε σταθμούς της ζωής, ξεχασμένους,
μα τα ξανθά σου μαλλιά, δεν τα είδα ακόμα,
κι’ αν με χίμαιρες παλεύω κι’ ανέμους.

Τα χνάρια σου ακολουθώ ένα, ένα,
λαχτάρα μου κι’ εξαίσια προσμονή,
μα είναι με χιόνια, καλά σκεπασμένα,
μοιραία του άχρονου χρόνου, αναμονή.

Τα χείλη σου πώς να φιλήσω, τ’ άγνωρα,
ελπίδα που γεννιέται μ’ αυταπάτες,
τα πεφταστέρια δώρα, άδωρα,
οφθαλμαπάτες, στις δικές μου στράτες.

Την όστρια χαϊδεύω, που σ’ αγγίζει,
και μένω με μι’ αχλή, παρηγοριά,
πώς να σε δω, με ένα λύχνο που φεγγίζει,
και μια «Αργώ», που είναι ακόμα στα σκαριά. 

Άχραντο όνειρο, της άνοιξης και του χειμώνα,
ν’ αφουγκραστώ, να το μπορούσα την πνοή σου,
απ’ τον φεγγίτη, του δικού σου «Παρθενώνα»,
να μπει η δική μου η ζωή, μες τη δική σου.

Yiannis H.
 

21
Η ημέρα των δεινοσαύρων…

Η ημέρα των δεινοσαύρων πλησιάζει; Τα αυτεξούσια όνειρα θρυμματίζονται.
Τη λεωφόρο των ελπίδων, αυλακώνουν οι στεναγμοί της απόγνωσης.
Οι σηματοδότες μπερδεύτηκαν στο «μποτιλιάρισμα» και παραμένουν στο κόκκινο.
Οι παλμοί της καρδιάς μου, δυναμώνουν μπροστά στο ανεξήγητο.
Θα περάσω το φανάρι, ποιος να γράψει την παράβαση, ποιος;

Απέναντι, είναι η συνοικία των ονείρων και της ελπίδας, μα ο βοριάς αγρίεψε και
σκόρπισε χαλάζι, ύπουλο όπλο, βάλθηκε να λαβώσει το χαμόγελο μιας αχτίδας,
μιας αχτίδας, που στα τερτίπια του ανάβει, λαμπαδιάζει.
Ήρθε η ώρα, να κάνω το μεγάλο βήμα, να διαβώ τη λεωφόρο…

Συνομιλώ με την ανάσα της ψυχής μου, κάποτε ήσουν άνθρωπος, μου ψιθυρίζει,
μα αμάρτησες, μιλάς μονάχα μια γλώσσα, πρέπει να υποκλιθείς στον κίτρινο ουρανό τους,
στα ψηλά βουνά των δικών τους παγετώνων…

Απομεσήμερο, σκιές αλυχτούν στα περάσματα των πεπρωμένων μου..  Αφηνιασμένες
χιονοστιβάδες, απειλούν τα αγριολούλουδα των ονείρων μου.
Ξημέρωμα στη λεωφόρο, περιμένω το πράσινο…

Είμαι ακόμα άνθρωπος…

 

22
Μια σου εικόνα…

Μιά σου εικόνα, μια παραίσθηση απατηλή,
στου στεναγμού μου, έγειρε την κοίτη,
μορφή εξαίσια μ’ απόκοσμη, θολή,
χάνεται στ’ αμυδρό το φως τ’ αποσπερίτη.

Χωρίς το γέλιο σου ανυπόφορη σιωπή,
να σου διαβάσω δε θ’ ακούσης τον Ελύτη,
λόγια που θα `θελε το δάκρυ μου να πει,
αυτό που έλεγες αλήτικο σπουργίτι.

Ρωγμές στα όνειρα που σμίλεψα για σένα,
λαχτάρα εξαίσια και διάφανη ηδονή,
χνάρια στο χρόνο σκόρπια αφημένα,
για το χαμόγελο μιας μέρας προσμονή.

Μερεμετίζω λόγια να σου στείλω πικραμένα,
λόγια που θα `θελε η καρδιά μου να σου πει,
απ’ της ζωής τον άγριο δρόλαπα κρυμμένα,
να ταξιδέψουν στη βαθιά σου σιωπή.

Yiannis H.

 

23
Δεν θα έχω πρόσβαση σε υπολογιστή τις ημέρες των γιορτών γι’ αυτό επιτρέψτε μου να σας ευχηθώ, να περάσετε όμορφα.
Καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένο το 2012,  με αγάπη κι’ ένα χαμόγελο…




24
     
Φίλοι μου, καλή σας μέρα.
 
Πολλοί  από εσάς με  γνωρίζεται εδώ στο κιθάρα από παλιά, ορισμένοι δε και προσωπικά. Θέλω να σας πω  ακόμα πως και τώρα αλληλογραφώ με μέλη γιατί εδώ είναι το σπίτι μου όπως λέει  και το προφίλ μου.
Δεν είμαι ενεργό μέλος εδώ και καιρό για δικούς μου  προσωπικούς λόγους, μα και για λάθη που κάναμε στο παρελθόν.
 
Σχεδόν καθημερινά περνάω από εδώ, από τη σελίδα δικοί μας στίχοι  και ποιήματα. Δεν σας κρύβω πως λυπάμαι να βλέπω τη σελίδα αυτή που κάποτε (βούιζε)  από τα αλλεπάλληλα γραπτά - νέες δημοσιεύσεις ποιημάτων, σχολιασμών κλπ. – να παραμένει  σε (λήθαργο) να διαβάζω στίχους χωρίς ουσία, δίχως νόημα, να παραμένουν για  μέρες στην κορυφή της σελίδας αφού κανένας δεν λέει κάτι για να μη γίνει κακός.  Έτσι όμως κάνουμε κακό και στη σελίδα μα και στον ίδιο.
Μάλιστα οι διαχειριστές αναγκάστηκαν τότε να επιβάλουν  κανόνες κι’ αν δεν διαβάσατε παραπάνω σας το παραθέτω.
 
13/11/2007
Βραζίλης
Administator
Σε μια  προσπάθεια να περιορίσουμε την λογοδιάρροια στον πίνακα Δικοί μας στίχοι και  ποιήματα, θέσαμε ως όριο αποστολής μηνυμάτων το: 5 μηνύματα ανά ημέρα  (είτε πρόκειται για νέο θέμα είτε για σχολιασμό)
 
  Τα "μηνύματα ανά ημέρα" μετράνε από τη στιγμή που θα γίνει προσπάθεια  για αποστολή και 24 ώρες προς τα πίσω. Δηλαδή στις τελευταίες 24 ώρες μπορείτε  να έχετε γράψει μέχρι 5 μηνύματα. Το πλήθος μηνυμάτων ανά ημέρα ΔΕΝ μηδενίζεται  με την αλλαγή της ημερολογιακής ημέρας.



Δεν θέλω να με παρεξηγήσουν οι φίλοι που πρώτη φορά  δημοσιεύουν στίχους που όμως στίχοι δεν είναι ή που θέλουν να παίξουν γράφοντας  ορνιθοσκαλίσματα έτσι για να κάνουν την πλάκα τους.
Πιστεύω πως η αιτία αυτής της κατάστασης ήμαστε εμείς οι  ίδιοι με τα γραφόμενα μας που μόνο ποίηση δεν είναι.
 
Διαβάστε και  αυτό.
 
Βραζίλης
Administator 
13/11/07
 
Να τονίσουμε εδώ ότι ο πίνακας Δικοί μας στίχοι και ποιήματα φτιάχτηκε για  στιχουργούς και ποιητές που έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν, κάτι που βγαίνει από  την ψυχή τους και έχει ωριμάσει μέσα τους ώστε να μπορεί να αποτυπωθεί με τα  κατάλληλα επιλεγμένα λόγια. ΔΕΝ είναι χώρος για να πετάμε στιχάκια της στιγμής  που γράψαμε στο πόδι όταν είχαμε ανία. Παρακαλούμε κρατήστε υψηλό το επίπεδο  των γραπτών αυτού του πίνακα.Τα μέλη που σχολιάζουν τους στίχους και τα ποιήματα του παρόντος πίνακα,  παρακαλούνται να είναι φειδωλοί στο πλήθος των σχολιασμών τους: να σχολιάζουν  μόνο όταν κάποιοι στίχοι ή ποιήματα τους άγγιξαν βαθιά, ώστε να γράφουν μια όσο  το δυνατόν πληρέστερη κριτική. ΔΕΝ έχει πολύ νόημα για κανέναν το να σχολιάζετε  με 1-2 λέξεις ("μ'άρεσε", πολύ καλό", "μπράβο", "ευχαριστώ"),  ή με 1-2 αόριστες έως άσχετες φράσεις.


Αυτά ήθελα να πω και να παρακαλέσω τους παλιούς φίλους  να κάνουν μια καινούργια αρχή…
 
Καλή σας μέρα και πάλι
 

25
Χρόνια πολλά.
Καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος 2011, με υγεία και πολύ υπομονή...



Σελίδες: [1] 2 3 4 5