Η φούστα μιας γυναίκας
ανάβει το τζάκι που τον καπνό του παιχνιδίζει
η ανάσα κάποιου άντρα.
Μυρίζει βροχή στα ρουθούνια της νύχτας,
τα παράθυρα του σπιτιού θολώνουν απ' τη νύστα τους.
Τα πάθη των ανθρώπων στριμώχνονται
στην πόρτα της εξόδου
μα το κλειδί σκουριάζει στη στέρνα της αυλής, εκεί που μαζεύονται
τα δάκρυα ενός μωρού.
Τα όνειρα τρομαγμένα ψάχνουν ζεστασιά
κάτω από την κουβέρτα και αποκτούν κόκκαλα για να 'χουν
κάτι να σπάσουν όταν πέσουν από το μπαλκόνι
κρατώντας ένα δίφραγκο στη φούχτα τους, το αντίτιμο που πλήρωσαν οι άνθρωποι.
Τις αυγές
ο παππούς σιγοσφυρίζει έναν σκοπό,
η γιαγιά συλλαβίζει τα λόγια και τα αναστημένα τους όνειρα
τους επιστρέφουν τον οβολό.
Των όποιων άλλων η σιωπή
αντί κέρματος επιστρέφει ένα πώμα πλαστικό που
κλείνει αεροστεγώς ένα κενό που μυρίζει σήψη άκαφτου υλικού.