Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - pascal.

Σελίδες: [1]
2
Διαβάζω τη συνέντευξη της Μαρινέλας στο περιοδικό "Κ" της κυριακάτικης Καθημερινής και μιλώντας για τον Καζαντζίδη, ο οποίος τραγουδούσε ίσια, λέει το εξής:

"Οι τσαλκάντζες -όσοι ξέρουν μουσική θα καταλάβουν- (προφανέστατα εννοεί τα γυρίσματα της φωνής) γίνονται για να αποφύγουμε κανένα φάλτσο ή επειδή η φωνή μας έχει βιμπράτο και θέλουμε να το καλύψουμε με σπασίματα"

Και μου δημιουργείται εμένα η απορία: Γιατί θεωρεί κακό να έχει βιμπράτο η φωνή;;;;   ???

6
Τι μπορεί να φταίει όταν ένα φορητό πληκτρολόγιο ανταποκρίνεται λάθος; Π.χ. πατάμε "r" και γράφει "ο". Οι μπαταρίες είναι καινούριες.

7
Άρθρο του Newbie στο portal. Είναι ενδιαφέρον ακόμα και αν είστε του ελεύθερου στίχου.

8
Βήματα μέτρησα πολλά απ’ τις κορφές του κόσμου,
μέχρι τα πιο βαθιά νερά, όπου έφτανε το φως μου.
Εξάντλησα κάθε μικρή και απόμερη πατρίδα,
απόσταση σαν των ψυχών τόσο αχανή δεν είδα.

Έκανα ισόβια φυλακή με ιώβεια καρτερία.
Τα εικοστρία χρόνια μου τα ΄νιωσα μόλις τρία.
Μ’ απ΄ τη στιγμή που οι δρόμοι μας οι ξένοι ενωθήκαν,
οι ώρες που ‘λειπες εσύ αιώνιες μου φανήκαν.

Παλιότερα το χέρι μου το έκαιγα στη φλόγα
και τύψεις για ό,τι πούλησα με τυραννούν ακόμα.
Μ’ απ’ τις μακριές σου τις σιωπές, του πόνου μου εκείνου
αντάξιο δε γνώρισα μες στο θνητό κορμί μου.

Ποτάμι ήταν τα πάθη μου σ’ ηλιόκαφτη κοιλάδα
και η ορμή της νιότης μου σαν ηφαιστείου λάβα.
Κι αν οι αμαρτίες μου ξέπλεναν τη γη, βροχές του Μάρτη,
για σένα έρωτας χείμαρρος μηδένισε το χάρτη.

9
Θα ήθελα να ζητήσω από όλα τα μέλη που ασχολούνται με τους "Δικούς μας στίχους" να βοηθήσουν σε κάτι που προσπαθώ να κάνω τον τελευταίο καιρό.

Επειδή έχει τύχει να μιλήσω με άτομα που πρωτοστέλνουν στίχους εδώ και τα οποία δεν έλαβαν καμία κριτική, έχω καταλάβει το εξής: Είναι αρκετά μεγάλη απογοήτευση τα μηδέν σχόλια για κάποιον που πρωτοανεβάζει στίχους. Και επειδή έχω νιώσει αμηχανία ακόμα και ως εγώ ως σχετικά παλιότερο μέλος που είμαι όταν δε βλέπω απάντηση σε κάποιο ποίημά μου, δε θα μου άρεσε να συμβαίνει αυτό.

Για το σκοπό αυτό προσπαθώ να απαντώ σε όσα καινούρια ποιήματα βλέπω να μην παίρνουν κριτικές (και από παλιά αλλά κυρίως από νέα μέλη) ακόμα και αν μόνο αρνητική κριτική έχω να κάνω. Και αυτό είναι που θα ήθελα να ζητήσω και από τους υπόλοιπους, κατά την προαίρεσή σας πάντα.

Καλύτερο είναι να νιώθει κάποιος ότι ασχολήθηκαν οι υπόλοιποι μαζί του και να αποκομίσει ωφέλη από τις αρνητικές κριτικές που του έγιναν, παρά να απογοητεύεται από τη σιωπή και να μην ξαναστείλει.

10
Βλέπω τον ουρανό να σχίζεται στα δυο
σαν ήχος σάλπιγγας φωνή μου μίλησε
Με κάλεσε εκεί κοντά της ν’ ανεβώ
και μου ‘πε «Κάτσε να σου δείξω τι συμβαίνει εδώ».

Κάθισα δίπλα Του στον κάτασπρό Tου θρόνο
Και είδα…

Είδα μαύρους καπνούς να κρύβουνε το φως
μαύρα τα μεσημέρια
Ο ήλιος σκοτείνιασε, η σελήνη μάτωσε
στη γη πέφτουν αστέρια

Είδα μεγάλη οργή στης φύσης τα στοιχειά
πλούσιους, φτωχούς να πνίξουν
Παρακαλούσανε οι άνθρωποι τα βουνά
να πέσουν να τους κρύψουν

Και μου ‘πε…

Η αποκάλυψη είναι εδώ
Μην ψάχνεις στις γραφές να βρεις
Άνθρωπος είναι το θεριό
και ο αριθμός του: πέντε δις.

Είδα ολόκληρα τάγματα προστυχιάς
οι λόγχες τους να καίνε
Και ανυπεράσπιστα σε ανήθικους βωμούς
μωρά παιδιά να κλαίνε

Είδα τον τρόμο να πετά, να κολυμπά
λαούς να κυβερνάει
Φωνή ανθρώπινη με λόγια κοφτερά
ψυχές για να τρυπάει

Και μου ‘πε…

Η αποκάλυψη είναι εδώ
Μην ψάχνεις στις γραφές να βρεις
Άνθρωπος είναι το θεριό
και ο αριθμός του: πέντε δις.

11
Κάτι που γράψαμε με τον Dave προσφάτως... Δηλαδή εκείνος έγραψε και εγώ το "αποτέλειωσα". Νομίζω ότι φωνάζουν από μακριά οι στιχουργικές εμμονές του καθενός μας μέσα στους συγκεκριμένους στίχους!

Μοναχικός ταξιδιώτης

Όταν στον ήλιο χάρισα τις πρώτες μου ανάσες
με δώσαν στη μανούλα μου σφιχτά να με κρατήσει
Μα δεν περάσαν δυο λεπτά και μακριά με πήραν
για ένα ταξίδι μοναξιάς που είχε ξεκινήσει.

…Λευκή κουκίδα έρημη σε φλογερή πορφύρα…

Και όταν πήγα στο σχολειό, στην πρώτη πρώτη τάξη
την πόρτα του τη βλοσυρή με τους γονείς μου είδα
Μα αμέσως πίσω μου έκλεισε και μοναχό μ’ αφήσαν
με τ’ άγνωστο της φύσης μου να κόβει σα λεπίδα.

…Αστέρι που ξεχάστηκε όταν τα άλλα σβήσαν…

Και όταν ερωτεύτηκα κι ήρθαν οι πεταλούδες
τα δώρα στις φτερούγες τους κοιτούσα μαγεμένος
Η μοναξιά όμως χτύπησε την πόρτα μου και πάλι
και δίχως μάχη άνοιξα, μικρός και προδομένος.

…Σταγόνα ιδρώτα που κυλά σε αγωνία μεγάλη…

Λίγο προτού ο χάροντας στη βάρκα του με βάλει
και ο χαμός μου δάκρυα τους φίλους μου γεμίσει
με τα καλά μου θα ντυθώ και δύο μνες θα πάρω
για νέο ταξίδι μοναξιάς που πια δε θα μ’ αγγίξει.

…Αλήθεια, δίχως να ‘θελα, ξεγέλασα το χάρο…

12
Στης παραλίας τα βότσαλα τα πόδια να πληγώνω
Να πίνω θάλασσας νερό αιώνες άλλους δέκα
Αν κάτι ψεύτικο σου πω γι’ αυτήν την ιστορία:
Πώς γέμισε και έλαμψε από έρωτα γυναίκα.

Γαλάζιος ήταν ωκεανός και αυτή χρυσή σελήνη
Αιθέρια χάδια του ‘στελνε για ένα υγρό φιλί του
Κι αν ζούσαν μίλια μακριά, κοιμόταν με τη σκέψη
ολόγιομη πώς θα ριχτεί στη σκοτεινή αυλή του.

Σ’ ένα αφρισμένο κύμα του έδεσε την ψυχή της
Το νήμα τής ξετύλιγε στης μέρας τα ταξίδια
Κι όταν το βράδυ έβγαινε, γέμιζε ολοένα
Την ευτυχία αληθινή στα μάτια της την είδα.

Μα μόλις έρχονταν κοντά, τον έλουζε με δώρα
Του σκόρπιζε ολόχρυσες στα κύματα κορδέλες
Τ’ αστέρια μεταμόρφωνε σε λαμπερά πετράδια
Στόλιζε αυτός τις αμμουδιές με υδάτινες δαντέλες.

Το σμίξιμό τους μια γιορτή και η φύση καλεσμένη
Για απόψε δένουν στα ρηχά, του κόσμου οι αρμενιστάδες
Και είδαν, λεν, τον ωκεανό να κλαίει, να φουσκώνει
Μ ‘αγάπης δάκρυα χαράς, που όμοια δεν ξανάδες.

13
Δε μάντεψα ποια διαδρομή σου φτιάξαν τα όνειρά σου
τα ίχνη σου ψηλάφισα από τα βήματά σου
Σε μια νυχτιά που ‘ριχνε φως πανσέληνο φανάρι
ήταν που έψαξα να βρω ποιο δρόμο έχεις πάρει:

Στα πρώτα σα να δίσταζες, χνάρια εμμονών μεγάλων
και μόλις που ξεχώριζαν στο βραδινό το χώμα
Σα να φοβόσουν τη ζωή και τη θωριά σου ακόμα
όπως φιγούρες έφτιαχνε μες στη ματιά των άλλων.

Μετά από λίγο βάθαιναν, ως να ‘τρεχες με φόρα
λες κι άξαφνα τινάχτηκες το χρόνο να προλάβεις
Αρκούσε η αρχή της διαδρομής για να το καταλάβεις
πως τα όμορφα ρουφάει η γης σαν Ιουλίου μπόρα.

Λίγο πιο πέρα πλήθαιναν τα χνάρια στο πλευρό σου
Άλλα επιπόλαια θαρρείς, ρηχά σχηματισμένα
άλλα επίμονα, ζωή ζητούσαν από σένα
Μπερδεύονταν στο βήμα σου και κλέβαν το ρυθμό σου.

Ξημέρωμα σε πρόφτασα, το χθες μου δε μ’ ανήκε
η ανάσα σου, πνοή βουνού, μες στην ψυχή μου μπήκε
Παλιά μου χνάρια σκέπασαν ξερά Νοέμβρη φύλλα…

…κι έπαιρνα όρκο πως λεπτά μου πρώτα ήταν εκείνα…

14
Μια, κουρασμένη απ’ τα πολλά, ψυχή σαν αγγελούδι
σκεφτόταν και γυρόφερνε στις όχθες ποταμού
ώσπου με σάλτο βούτηξε με μια έκρηξη θυμού
ακολουθώντας των νερών το φλύαρο τραγούδι.

Και όπως αργοκύλαγε παρέσυρε στο ρέμα
φύλλο ιτιάς που έψαλλε αλήθειες της ζωής:
“Κόψε το μίσχο όπως εγώ, νωρίς όσο μπορείς.
Γλυκιά είναι η θέα από ψηλά, μα ζούσα σε ένα ψέμα.”

Σε μια στιγμή ξερόκλαδο παρέα της κυλούσε:
“Κι αν φαίνομαι κακόμοιρο, άχρηστο, θλιβερό,
σ’ όλους απλόχερα έδωσα και πήρα θησαυρό.
Πεθαίνω πλούσιο”, έλεγε και της χαμογελούσε.

Εκεί πάνω στο διάβα της μποτίλια παρασέρνει
μ’ ένα χαρτάκι σφαλιστό στη γυάλινή της κρύπτη:
“Κι εσύ είσαι γράμμα σφραγιστό, μα έχεις παραλήπτη.
Μην αμελήσεις να τον βρεις”, κι ευθύς με φόρα φεύγει.

Μια άλλη ψυχή που έπλεε στο ίδιο το ποτάμι
άκουσε την κουβέντα τους, εξ ουρανού επισκέπτης:
“Την αγκαλιά σου έχε ανοιχτή και για ό,τι δεν αντέχεις
Θα ‘ρθει η ψυχή που αναζητάς να διώξει το σκοτάδι.”

15
Έφαγα μια φλασιά σήμερα στο γραφείο... Κάπως έτσι πήγαινε:

Στα κρυφά

Κοίταξε αυτά τα βράχια εκεί που πάνω τους οι μήνες αιώνια αλλάζουνε
για να μπορούνε οι θνητοί την ομορφιά τους μια ζωή να τη θαυμάζουνε
Έχουν μια υπόγεια σπηλιά που με υπομονή τα κύματα σμιλέψανε
και όπως σπάζουν με ορμή ακούς όλου του κόσμου μυστικά που κλέψανε.

Εκεί να ψάξεις να τον βρεις
τον πόθο που φυλώ για σένα
Στα πιο κρυφά μέρη της γης,
στα πιο όμορφα και ξεχασμένα.

Και ύστερα δες εκεί ψηλά μια αετοφωλιά στέκει καιρό παρατημένη
Μέσα σε ήλιο ή βοριά τον αετό της να γυρίσει περιμένει
Θα σου φανεί μοναχική έτσι που χρόνια στον ορίζοντα κοιτάει
μα έχει παρέα το βουνό και κάθε άνεμο τρελό να της μιλάει.

Εκεί να ψάξεις να τον βρεις
τον πόθο που φυλώ για σένα
Στα πιο κρυφά μέρη της γης,
στα πιο όμορφα και ξεχασμένα.

 

16
Με βλέπεις ώρες να περνώ ρομαντικά
Ν’ αράζω πέρα από τα μίλια, τα σύνορα τους μήνες
Θαλάσσιους παράδεισους να φτιάχνω στη στεριά
και μέσα να βυθίζομαι με τις ψυχές εκείνες…

…Αυτές που ξέρουν να σου πουν τι είναι η αγάπη
Σταγόνα από υδράργυρο που πουθενά δε μένει
Βασανισμένος άστεγος με όνειρα στην πλάτη
που φεύγει άμα την πόρτα σου θα βρει αμπαρωμένη.

Άσε με απόψε να είμαι αφελής,
μονάχα αφέλεια έχω απόψε να σου δώσω
Αύριο χάραμα μπορεί να μετανιώσω
Πρότυπο σύνεσης να γίνω,
να με δεις και να απορείς.

Με βλέπεις να μη λέω ποτέ “αδύνατον”
Και της καρδιάς μου τα εύφλεκτα συχνά ν’ ανατινάζω
Τη μια τον κόσμο να γυρνώ μ’ ένα ποδήλατο
Και από την άλλη στα όνειρα μ’ οργή φωτιά να βάζω…

…Μα δε με νοιάζει όσο έχω τις ψυχές
που ξέρουν να σου πούνε έρωτας τι σημαίνει
Πως θα δεχτείς και θύελλα, βροχή και αστραπές
Αν θέλεις νύχτες έναστρες και ήλιο που ζεσταίνει.

Άσε με απόψε να είμαι αφελής,
μονάχα αφέλεια έχω απόψε να σου δώσω
Αύριο χάραμα μπορεί να μετανιώσω
Πρότυπο σύνεσης να γίνω,
να με δεις και να απορείς.


17
Μέσα μου σκάνε ανθρώπων κύματα
Βρέχουν τη σκέψη μου, κλέβουν τα γέλια μου
Βράχο με πίστευα, σκληρό γρανίτη,
μα με διέβρωσαν ως τα θεμέλια μου.

Άνθρωποι έρχονται, φεύγουν ή μένουνε
Σκαλίζουν πάνω μου ένα στιχάκι,
σα να ‘μαι εγώ το δέντρο που έψαχναν.
Δεν είμαι δέντρο, είμαι κλαδάκι.

Ξύπνησα σήμερα μες στον ιδρώτα μου
Φωνές μου λέγαν “Καλή σου μέρα”
Θόλωσα μέσα στις προσδοκίες τους
Έριξα φως, σήκωσα αέρα.

Πιάνω μια φλέβα, χτυπά ανυπόμονη
Πόθος παράξενος να τους πληγώσω
Σα μου μιλούν, στη Γη προσεύχομαι
“Δως μου φτερά για να γλιτώσω”.

Πώς με ταράζουν έτσι οι άνθρωποι…
Πώς στα ποτάμια μου δρόμους αλλάζουν…
Τη μια στιγμή σπαν τον εξάντα μου
και από την άλλη ήλιο μου τάζουν.



18
Για όσους άρεσε το προηγούμενο...τιμωρία τώρα! Έχει και δεύτερο. (να προσέχετε άλλη φορά τι λέτε  :P)

Λίγο στενάχωρο, ομολογουμένως, αλλά αυτά έχει η ζωή :

Στη νύχτα απόψε γύρω μου πλανάται μια απειλή.
Δε βλέπω πρόσωπο, φωνή ούτ’ όψη καθαρή.
Δυο μάτια όμως ύποπτα, το ξέρω, με κοιτούν.
Στο πλοίο του ονείρου μου λαθραία θ’ ανεβούν.

Μαζί τους μπαίνουνε μ’ ορμή κι άλλα ορφανά στοιχειά.
Φορούν κουρέλια πάνω τους και σφάλματα παλιά.
Γιατί τα διώχνω πίσω μου, επίμονα ρωτούν.
Μια έρχονται, μια κρύβονται και ειρωνικά γελούν.

Καιρό μακρύ παλεύω εδώ, τα μάτια μου βαριά.
Δε μου ‘μεινε άλλη δύναμη να τρέξω μακριά.
Μια λέξη ψάχνω έντρομη, σανίδα να πιαστώ,
τα δυο σου χείλη ν’ άκουγα να λένε “Είμαι εδώ…”

Συγχώρα με που σ’ έφερα τέτοια ώρα μέχρι πάνω.
Δεν έμαθα να κολυμπώ σε θύελλες και τα χάνω.
Φοβέρισέ τα τ’ αερικά, διώξε τα μακριά.
Προστάτεψέ με από όλα αυτά που δεν ορίζω πια.

Κι αφού τα διώξεις, άσε με να μπω στην αγκαλιά σου,
να γείρω το κεφάλι μου στο μέρος της καρδιάς σου,
την ευτυχία που ένιωθα ξανά να θυμηθώ,
να κλάψω, να ‘ρθει η λύτρωση και ν’ αποκοιμηθώ.



19
Με γνώρισες την εποχή που γύριζα απ’ τη σκόνη,
που έσκιζα, που έγραφα, χωρίς σταματημό.
Σε γνώρισα σε μια σκηνή που πάλευες στο χιόνι
να βρεις το άσπρο άλογο, χαμένο από καιρό.

Σαν είδα τις σελίδες μου γεμάτες από λέξεις
και πως το κείμενο ήθελε μια μόνο αλλαγή,
έπεσα και κολύμπησα σε ένα βυθό από σκέψεις
ψάχνοντας να βρω του κακού τη μαύρη την πηγή.

Και συ όμως το άλογο βρήκες αφηνιασμένο,
δεμένο σ’ ένα δέντρο εκεί, σ’ ένα άχαρο νησί.
Ήταν χορτάτο, όμορφο και καλοχτενισμένο,
αλλά κλωτσούσε κάθε τι μπροστά του με οργή.

Οι κόσμοι μας ενώθηκαν με πόνο και με πόθο
κι ας είχαμε στο κείμενο μια λάθος συλλαβή
κι ας είχαμε ένα άλογο που κλώτσαγε με κρότο
τ’ άδικο, το παράπονο, την ερημιά, τη γη.

Θα είναι για πάντα η διαδρομή, ταξίδι με ένα τρένο
και μέσα από το βλέμμα μου θα βρίσκει διαφυγή.
Γι’ αυτό, καρδιά μου, μη ρωτάς γιατί δεν καταφέρνω
με ήχους να σου ντύσω εδώ αυτή μου τη “σιωπή”.  

Σελίδες: [1]