Γ ε ν ν η τ ο ύ ρ ι α
Μυρμηγκιάζει το κορμί μου, σαν του δίνω νικοτίνη
και μια σκοτεινή τρεμούλα μία νότα μου τη δίνει
απογέματα που ο ήλιος πιο νωρίς πάει να δύσει
λέξεις άναρχα αναβλύζουν στης κουζίνας μου τη βρύση…
Μέσα στο νεκρό ποτάμι το χειμώνα ανασταίνω
και τα χέρια μου ποτίζει το νερό το παγωμένο
σ’ άγνωστο θεό υπακούνε και βαδίζουν μεθυσμένα
στην κιθάρα… ως να πέσουν από τις χορδές πνιγμένα!
Σύρματα ηλεκτροφόρα που δε στέκουν σε κολώνες
τη ματιά μου ξεκουρδίζουν και μπερδεύω τις εικόνες...
βλέμματα που άλλους κόσμους, γελασμένα θ’ αντικρίσουν
και στο σύρμα χελιδόνια δε φοβούνται να καθίσουν..
Γεννητούρια δε γιορτάζεις όταν το παιδί δεν κλαίει
τα τραγούδια ξεψυχάνε όταν ο γονιός τα λέει
‘κείνα που ακούνε οι άλλοι είναι η ανάμνησή τους,
τα ‘κλεψαν τα χελιδόνια και τα πήρανε μαζί τους…
...όταν η μουσική γράφει στίχους...