Κρίμα τόσο σπουδαίοι άνθρωποι να φεύγουν τόσο νωρίς και με τέτοιο τρόπο. Μερικά στοιχεία:
Γεννήθηκε το 1945 στο Μεταξουργείο και έκανε την πρώτη εμφάνιση στο πάλκο το 1962, λέγοντας τέσσερα τραγούδια κάθε βράδυ κοντά στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα. Η ουσιαστική δισκογραφική της πορεία, αρχίζει το 1964, όταν την ανακαλύπτει ο Σταύρος Ξαρχάκος για να τραγουδήσει το «Χάθηκε το φεγγάρι» στην ταινία «Λόλα». Μετά την πρεμιέρα της ταινίας εμφανίζεται στα καλύτερα νυχτερινά κέντρα της εποχής. Δυο μαγαζιά «βαφτίστηκαν» με ονόματα από τα τραγούδια της «Τα Ξημερώματα» και «Τα Δειλινά». Από εκείνη την περίοδο και μετά ξεκινά η καριέρα της. Όλοι οι μεγάλοι συνθέτες αρχίζουν να δίνουν στην Μοσχολιού μερικά από τα καλύτερα τραγούδια τους. Συνεργάστηκε με πάρα πολλούς, από τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Απόστολος Καλδάρα, τον Δήμο Μούτση, τον Γιάννη Μαρκόπουλο μέχρι τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Κατσαρό, τον Ακη Πάνου, τον Μίμη Πλέσσα, τον Γιώργο Χατζηνασσιο, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, αλλά και τους Λουκιανό Κηλαιδόνη και Σταμάτη Κραουνάκη.
Καθιερώθηκε ως μία από τις καλύτερες φωνές του ελληνικού τραγουδιού και με την μπάσα, ιδιαίτερη φωνή της, ερμήνευσε μοναδικά μερικά από τα πιο αγαπημένα μας τραγούδια, όπως τα: «Τα τραίνα που φύγαν», «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι», «Χωρισμός», «Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ», «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει», «Πέρα από τη θάλασσα», «Αλήτης», «Ασφαλώς και δεν πρέπει», «Μετανάστες», «Άνθρωποι μονάχοι», «Μαρκίζα».
Η Βίκυ Μοσχολιού έχει λάβει αμέτρητες τιμές . Το 1971 το BBC London την αποκάλεσε τη «μεγαλύτερη φωνή της Ελλάδος». Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκης έχουν αποκαλέσει τη φωνή της «ογκόλιθο» και «βιολοντσέλο». Η ίδια παρέμεινε σεμνή και πάντα έλεγε ότι η μεγαλύτερη τιμή είναι η αγάπη του κόσμου.