Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - kuiper

Σελίδες: [1] 2 3 4
1
Ρωγμές στα όνειρα…

Μια σου εικόνα μια παραίσθηση απατηλή
στου στεναγμού μου έγειρε την κοίτη
μορφή εξαίσια μ’ απόκοσμη, θολή
χάνεται στ’ αμυδρό το φως τ’ αποσπερίτη.

Χωρίς το γέλιο σου ανυπόφορη σιωπή,
τους στίχους μου να σου διαβάσω δε θ’ ακούσεις
λόγια που θ’ άθελε η  ψυχή μου να σου πει,
δάκρυ πικρό της μπελ εποκ απούσης.

Ρωγμές στα όνειρα που σμίλεψα για σένα
λαχτάρα εξαίσια και διάφανη ηδονή
χνάρια στο χρόνο σκόρπια, αφημένα
για το χαμόγελο μιας μέρας προσμονή.

Μερεμετίζω λόγια να σου στείλω πικραμένα,
λόγια που θ’ άθελε η καρδιά μου να σου πει,
απ’ της ζωής τον άγριο δρόλαπα κρυμμένα,
να ταξιδέψουν στη βαθιά σου σιωπή.

γ. χ.

2
Απολιθωμένοι εραστές!
( Από το βιβλίο μου "Εσπερίδα" )

Άδικο είναι,
απ’ της ζωής μου το τρένο να λείψεις
κι’ έμεινε άδεια η θέση
για σένα που είχα κρατήσει
με την ελπίδα τα χνάρια να βρεις να γυρίσεις. 

Σ' αναζητούσα στης αυγής τ' ακρογιάλια
στα σμιλευμένα των ματιών σου κοράλλια.
Η μορφή σου κρυμμένη στα όνειρα μου
ήρθε στης ζωής μου το τώρα,
στη γυμνή ώρα, που έχει νυχτώσει χαρά μου
κι’ είναι χειμώνας.

Πόσο λυπάμαι,
που συννεφιάζει και της ματιάς σου το νάζι
έφτασε βράδυ.
Φτωχή πεταλούδα δίχως φεγγάρι
πικρό το χειλιών σου το νέκταρ,
χαμένο και της της ψυχής το λογάρι.

Το μελένιο χαμόγελο σου
στο άγνωστο ταξίδευε χρόνια,
το λήστεψαν όμως του Απρίλη τα χιόνια,
που να το κρύψω τώρα
το σ’ αγαπώ σου;

Άδικο είναι,
το νήμα του χρόνου στο φινάλε να σπάσεις
στη στροφή τη μοιραία να φτάσεις
στου ήλιου το γέρμα.
Φτερό στον άνεμο της ζωής το καράβι
χωρίς και της ψυχής σου το έρμα.

Πόσο λυπάμαι,
που αργοπόρησες τόσο
κι’ ήρθες μέσα στην άγρια μπόρα.
Σκόρπιοι κι’ οι στίχοι,
για σένα που είχα σμιλέψει,
δεν είχαν τύχη.

Της φωτογραφίας το δάκρυ,
έχει στο χώμα κυλίσει,
Πώς να γκρεμίσω για σένα,
της ψυχής μου τα τείχη,
που της καρδιάς το αμόνι έχει σιγήσει
και της ψυχής ο λύχνος σε λίγο θα σβήσει. 
 
Πόσο λυπάμαι!

γ. χ.

3
Κράτα το χέρι μου σφιχτά.. 
(στο βατόμουρο μου)

Κράτα το χέρι μου σφιχτά
στα σκέρτσα του αέρα, του χιονιά
μελαχρινή μου μυρωμένη πασχαλιά. 
στου χρόνου τα ρηχά 
της μιας δραχμής η ομορφιά
γι' ακόμα μιά χαρά μου δρασκελιά.

Της Παναγιάς η στράτα
στα μελαγχολικά τα καστανά σου μάτια
θα φέρει και αστροφεγγιά 
του ήλιου τα καράτια.
Κράτα τα χέρια μου σφιχτά
βατόμουρο μου σ΄ έχω ακόμα αγκαλιά,
έχω φυλάξει τα φιλιά
σ' εκείνο τον παλιό μας μπεζαχτά.   

Της Παναγιάς η στράτα
στου χρόνου την ανηφοριά
θα φέρει όνειρα δροσάτα
και την ανάσα μου γλυκιά παρηγοριά,
 
γ. χ.

4
Στσ’ ανεπαλιές του φθινοπώρου!…

«Τώρα που έμαθα πως ν’ αγαπώ
και στα παιχνίδια της ζωής να ισορροπώ,
τώρα που ξέρω τ’ άστρα να διαβάζω,
τον έρωτα μπορώ να μεταφράζω,
τώρα μου λένε είσαι παρελθόν,
δεν έχεις λόγω στο παρόν.
Σου φτάνουν λένε οι αναμνήσεις,
στσ’ ανεπαλιές του φθινοπώρου να μετρήσεις».

Μα εγώ «Manor» θα χτίσω για το πείσμα αυθαίρετο,
από του χρόνου τα καπρίτσια απροσπέλαστο.
Τα όνειρα μου με γραφές να τ’  αρματώσω
κι’ αν βρω χαμόγελα που χάρισα να σώσω.
Λέω να φτιάξω κήπους κρεμαστούς,
παρτέρια να φυτέψω με λωτούς. 
Βαλεριάνες να’ ναι οι γλάστρες του γεμάτες,
το λιακωτό στρωμένο με φλοκάτες.
Σε κάθε τοίχο μια θυρίδα σιδερένια,
για τα φιλιά της «Αρετούσας» τα μελένια. 
Λέω να χτίσω αυθαίρετο να μείνω το χειμώνα,
τον επερχόμενο να ξεγελάσω, τον τυφώνα.
Στη βαρυχειμωνιά που όπου να’ ναι πλησιάζει,
το τζάκι του φωτιά, να λαμπαδιάζει.
Υδρόμελι να φτιάξω για τα βράδια,
να τη μεθύσω τη ζωή, εξάρες και στα ζάρια.
Λέω «Manor» αυθαίρετο μια νύχτα να σηκώσω,
τις αναμνήσεις, τα χαμόγελα μου να σπιτώσω.
Να ΄χω να λέω κι’ αν ο ήλιος μου θα σβήσει,
πως για τον «φοίνικα» μια σπίθα έχω αφήσει.

γ. χ.

5

Πες μου σ’ αγαπώ!
( Από τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου μου «Δακρυσμένα χαμόγελα»)

Με το χρυσάφι των μαλλιών μου σε χαϊδεύω
κι’ απ’ τα σμαράγδια των ματιών μου σε θωρώ
είμαι μια στάλα που τα θέλω σου αναδεύω
στης φαντασίας σου τον κόσμο «οδοιπορώ».

Ακροβατώντας στον ιστό της σκέψης σου
καταδύομαι στον άναρχο κόσμο των οραμάτων σου.
Σ’ αγαπώ ψιθυρίζω στους ανέμους, στις θύελλες, στις
καταιγίδες κάθε φορά που τα παιχνιδίσματα τους με
φέρνουν κοντά σου.

Το συννεφάκι που στην αγκαλιά του με κρατούσε, εσύ
στον ουράνιο θόλο το σμίλεψες εκείνη την ανοιξιάτικη νύχτα.
Και καθώς το καλέμι της σκέψης σου αυλάκωνε τις νερογραμμές
μου μονολογούσες.
Να μ’ αγαπάς!
Στην κάψα να’ σαι η δροσιά μου,
στην παγωνιά η ζεστασιά μου.

Και από τότε ταξιδεύω…
Ταξιδεύω μέσα στης φαντασίας σου το άπειρο,
στα δάκρυα σου, στο χαμόγελο σου, στον πόνο,
στη χαρά σου, στην πίκρα, στα όνειρα σου.
Και ρωτάς κάθε φορά που ο ουρανός σου συννεφιάζει.
Που είσαι;

Κι’ εγώ σ’ ακούω, θύελλες περνώ και καταιγίδες,
αστροπελέκια και τυφώνες. 
Τα χρυσά τα μαλλιά μου να χαϊδέψεις, τα πράσινα τα μάτια μου να
διαβάσεις, από τα χείλη μου ν’ ακούσεις, σ’ αγαπώ.

Να σου θυμίσω λίγες από τις αμέτρητες φορές που ήρθα κοντά σου.

Στο θερινό το σινεμά δίπλα στο αγιόκλημα σε είχα δει μια αυγουστιάτικη βραδιά
και ήσουν μόνος,
πάλι για μένα έγραφες…
Που να’ σαι τώρα;

Και είπα να σου θυμίσω πως είμαι πάντα κοντά σου.
Το πρόσωπο σου χάιδεψα, ξαφνιάστηκες, κοίταξες τον ουρανό με απορία. 
Θα βρέξει είπες μέσα σου, μα πως, βροχή από ένα λευκό συννεφάκι;
Τότε κατάλαβες, το δροσερό το χάδι δικό μου ήταν, το μαντήλι που με σκούπισες κοίταξες
κι’ ύστερα το φίλησες.
Το δάκρυ σου με συγκίνησε, μα τι θα μπορούσα να κάνω;
Μια σταγόνα της βροχής μονάχα είμαι.

Κυριακή βράδυ, στο ραντεβού δεν πήγες, γιατί;
Δεν φαινόταν πω θα βρέξει κι’ όμως…
Τρίτη θέση στο τρένο, μόνος στο ταξίδι του χρόνου, πάλι για μένα στίχους έγραφες
κι’ εγώ να κρατηθώ στο τζάμι προσπαθούσα.
Λίγο πριν χαθώ με είδες και μου χαμογέλασες, σ’ αγαπώ μου είπες κι’ εγώ χάρηκα
κι’ έγινα ήλιος ανέσπερο φως.

Καλοκαίριασε, κουράστηκες να ρίχνεις τις πέτρες στη θάλασσα μέχρι που τ’ αστροπελέκια
έφεραν σταγόνες βροχής.
Εμένα θυμήθηκες, τη δική σου σταγόνα, τη δική σου σταλαγματιά της βροχής.
Και τότε την νοτισμένη άμμο βάλθηκες να πλάθεις.
Ένα κάστρο για την πριγκίπισσα σου.

Θα είχες πιει δυο ποτηράκια παραπάνω.
Απόκριες ήταν, φαινόσουν χαρούμενος, γλεντούσες τη «μασκαρεμένη» βραδιά
κι’ όμως τ’ αστέρια θωρούσες, ή μήπως τα γκρίζα σύννεφα που ετοιμάζονταν τα δάκρυα
τους ν’ αφήσουν;
Βράχηκες μα δεν σ’ ένοιαζε, είχες εμένα δίπλα σου και με καμάρωνες, όμορφη βραδιά…     
Κουράστηκες από τις κακοτοπιές κι’ είπες να ξαποστάσεις.
Δίπλα στης μοναξιάς σου τ’ ακρογιάλι, την άμμο σκαλίζεις και είσαι μόνος.
Το φθινόπωρο έφτασε και το δάκρυ σου κατηφορίζει αργά για να χαθεί «αμίλητο» στο χώμα.
Με απορία με κοιτάζεις, λες και με θωρείς πρώτη φορά,
θέλω κάτι ακόμα να σου πω μου λες…

Μ’ ένα απ’ τα πέπλα σου χαρά μου μαγικό,
σαν χάδι στο μεθύσι μου απόψε σκέπασε με
κι’ απ’ τη δροσιά σου κέρνα με ποτό νοσταλγικό,
μείνε γλυκό μου όνειρο και αποκοίμισε με.

γ. χ.

6
Μάτια του χθες. (Στη γυναίκα μου)

Σαν κοιτάζω τα μάτια του χθες
τα ήρεμα μιας θάλασσας κύματα
μοιάζουν της νύχτας παρθένες σκιές
που μου στέλνουν αγάπης μηνύματα.

Λευκά εντελβάις της ψυχής του ανθίσματα
στης ζωής τα λιμάνια αιθέριες μορφές
αγέρωχοι φάροι στου χρόνου τα πείσματα
στα μινόρε των γλάρων αναμνήσεις θολές.

Και είναι τα ίδια των ονείρων στολίδια
που στο βαλς και του τώρα μεθούνε καρδιές
πιο γλυκά στης ζωής τα παιχνίδια
μελαγχολούν, μα ανάβουν ακόμα φωτιές.

Κι' αν περάσαν χειμώνες εκείνα υπάρχουν
στις βεγγέρες του τώρα στενές επαφές
άγονη γραμμή τα καράβια δεν θα ξανάρθουν
μα εγώ έχω για φάρο τα μάτια του χθες.

γ. χ.

7
Εγώ κι' εσύ γλυκιά ζωή!

Ζωγράφιζες την αύρα των ματιών μου
κι' ήταν Δευτέρα ένα κρύο πρωινό
τώρα στο σύθαμπο σε χάνω φως μου
διάτορο το χάδι σου το αυγινό.

Ευαίσθητη, αναρχική πριγκίπισσά μου
θωρούμε γκρίζο τον δικό μας ουρανό
ν' ανηφορίσουμε να με κρατάς αρχόντισσά μου
να φιληθούμε στο μοιραίο δειλινό.

R.
Δε φάνηκες απόψε στα όνειρα μου
γλυκιά ζωή γλυκιά χαρά μου.

Ζάλα αλίμενα απ' του πολέμου την καπνιά
στ' αζήτητα οι ανοιξιάτικες γραφές μας
παιχνίδια ερωτικά αλλοτινά
αρχαίο κώνειο του τώρα ο καφές μας.

Άφωτα μελαγχολικά τα κίτρινα φεγγάρια
και η "φατσύλα" μας κι' αυτή στο τέλος της διαδρομής
διπλές και ντόρτα οι ζαριές στα ζάρια
στα βερεσέδια της παλιάς μας της δραχμής.

R.
Δε φάνηκες απόψε στα όνειρα μου
γλυκιά ζωή, γλυκιά χαρά μου.

Γιάννης Χαρκιολάκης

8
Δεν τελειώνει μ’ έναν έρωτα η ζωή.

Φύσα βοριά και παίξε μπαλοτιές
για μια αγάπη που την έκανε κομμάτια
φύσα μαΐστρο σβήσε τις φωτιές
που άναψαν δυο καστανά μεγάλα μάτια.

Δεν τελειώνει μ’ ένα ψέμα η ζωή
έχει ο χρόνος ο σοφός βοτάνια     
μ’ ένα του βλέμμα ένα χάδι μια πνοή
σ’ άλλης αγάπης θα περάσεις τα λιμάνια.
 
Άγλυκο είναι ένα κάλπικο φιλί
θα λιώσει η ζάχαρη η άχνη ως το βράδυ
μα είναι όμως η αρχή λίγο πολύ
για κάτι άγνωστο που θα ‘ρθει απ’ το σκοτάδι.

Δεν τελειώνει μ’ έναν έρωτα η ζωή
με μια ζαριά σημαδεμένη
έχει ο καιρός γυρίσματα θα δεις ένα πρωί
στο σ’ αγαπώ της τη ματιά σου κεντημένη.

Γιάννης Χαρκιολάκης

9
Από το ημερολόγιο της ζωής…

Δεκαέξι αγριολούλουδα το δώρο μου, όσα και τα χρόνια των γενεθλίων της.
Το πρωτοπέταχτο σκίρτημα, της εωθινής αύρας, της παρθένας αυγής. 
Στο στερνό, το κρυφό, το απαγορευμένο από τ’ άστρα και τα φεγγάρια,
ραντεβού μας.
Το πρώτο δάκρυ, το μοιραίο…

Έσκυψε, αφήνοντας αδέξια κάποιο λουλούδι, να πέσει στο χώμα.
Ήταν το «αστέρι της βηθλεέμ» (ορνιθόγαλο),  λευκό, σαν την αγνή,
την άπειρη αγάπη μας.
Το ακούμπησε απαλά, στα νοτισμένα από τα δάκρυα μάτια της
και μου το έδωσε.
Ένα και μοναδικό, το μεταξένιο της φιλί. Το χάδι μιας σύντομης, άδολης
αγάπης.

Καλό ταξίδι…

Ο «καρνάβαλος», το παλιό λεωφορείο, πέρασε τον ανώμαλο, τον
ολισθηρό δρόμο του μικρού οροπεδίου, για το λιμάνι, το λιμάνι των
ούριων ανέμων…
Ένα ταξίδι πρωτόγνωρο, με τον μπούσουλα ξεχασμένο, στης φαντασίας
μου το αρχιπέλαγο.

Οι παλμοί της καρδιάς μου, μπερδεύουν τη σκέψη μου.
Υποκλίνομαι, στη γοητεία του ασημένιου ουρανού, στα τερτίπια
ενός άλλου θεού.
Γραφές, προφητείες, ασύνδετοι δεσμοί.
Χαμογελάω, θαρρώ πως μου αρέσει…

Αστραφτερά «στρας» και παιχνίδια στις γειτονιές, των καινούργιων
οριζόντων, των θαυμαστών κρεμαστών κήπων.
Θεσπέσια θέλγητρα, στις βεγγέρες των ανθισμένων ουρανών.
Νύχτες ρομαντικές, ερωτικές στιγμές, η απόλαυση της ζωής.

Αφηνιασμένα παιχνίδια, στην απεραντοσύνη ενός αιθέρα.
Βυθίζομαι, στο δικό μου άπειρο διάστημα, το γεμάτο εικόνες.
Στη σκιά των αστεριών, στη γοητεία του παράδοξου.
Υπάρχει χρόνος γι’ ακόμα ένα όνειρο;

Απόβραδο, στ’ αλμυρά περιγιάλια τα δικά μου, τα ξεχασμένα γενέθλια.
Αθόρυβα, περιπλανώμενα, δίχως λουλούδια, όμως με φιλιά ερωτικά,
μα και επαίσχυντα.
Μεταμφιεσμένα, αποκριάτικα μαντάτα, που έστειλαν πόνο.

Στο σήμερα, δεν έμεινε το χθες,
σε όσους πόνεσα τα δάκρυα να σβήσω,
κι’ αν άφησα λίγη χαρά, να την ποτίσω.   

Βράδιασε κι’ οι αναμνήσεις στην άνυδρη όαση φλέγονται.
Ένα χάδι, ένα φιλί, ένα χαμόγελο για τη ζωή, πόσο άραγε να αξίζει;
Φτάνει το χρυσάφι της γης;

Yiannis H.

10
 
 Αξύπνητο όνειρο…
 
«Αξύπνητο» μου όνειρο, του χθες του τώρα,
το χρώμα των ματιών σου, πώς να το δω,
περάσαν τα χρόνια, με γκρίζο και μπόρα,
φεγγάρι που δεν σε γνωρίζω, μα σ’ αγαπώ.

Περίεργο μου όνειρο, κανακεμένο,
γράμμα με βουλοκέρι, ερωτικό,
στης ψυχής μου το δάσος χαμένο,
τραγούδι μου άφωνο, δραματικό.

Ζωγραφίζω τις νύχτες, με άχρωμο χρώμα,
σε σταθμούς της ζωής, ξεχασμένους,
μα τα ξανθά σου μαλλιά, δεν τα είδα ακόμα,
κι’ αν με χίμαιρες παλεύω κι’ ανέμους.

Τα χνάρια σου ακολουθώ ένα, ένα,
λαχτάρα μου κι’ εξαίσια προσμονή,
μα είναι με χιόνια, καλά σκεπασμένα,
μοιραία του άχρονου χρόνου, αναμονή.

Τα χείλη σου πώς να φιλήσω, τ’ άγνωρα,
ελπίδα που γεννιέται μ’ αυταπάτες,
τα πεφταστέρια δώρα, άδωρα,
οφθαλμαπάτες, στις δικές μου στράτες.

Την όστρια χαϊδεύω, που σ’ αγγίζει,
και μένω με μι’ αχλή, παρηγοριά,
πώς να σε δω, με ένα λύχνο που φεγγίζει,
και μια «Αργώ», που είναι ακόμα στα σκαριά. 

Άχραντο όνειρο, της άνοιξης και του χειμώνα,
ν’ αφουγκραστώ, να το μπορούσα την πνοή σου,
απ’ τον φεγγίτη, του δικού σου «Παρθενώνα»,
να μπει η δική μου η ζωή, μες τη δική σου.

Yiannis H.
 

11
Η ημέρα των δεινοσαύρων…

Η ημέρα των δεινοσαύρων πλησιάζει; Τα αυτεξούσια όνειρα θρυμματίζονται.
Τη λεωφόρο των ελπίδων, αυλακώνουν οι στεναγμοί της απόγνωσης.
Οι σηματοδότες μπερδεύτηκαν στο «μποτιλιάρισμα» και παραμένουν στο κόκκινο.
Οι παλμοί της καρδιάς μου, δυναμώνουν μπροστά στο ανεξήγητο.
Θα περάσω το φανάρι, ποιος να γράψει την παράβαση, ποιος;

Απέναντι, είναι η συνοικία των ονείρων και της ελπίδας, μα ο βοριάς αγρίεψε και
σκόρπισε χαλάζι, ύπουλο όπλο, βάλθηκε να λαβώσει το χαμόγελο μιας αχτίδας,
μιας αχτίδας, που στα τερτίπια του ανάβει, λαμπαδιάζει.
Ήρθε η ώρα, να κάνω το μεγάλο βήμα, να διαβώ τη λεωφόρο…

Συνομιλώ με την ανάσα της ψυχής μου, κάποτε ήσουν άνθρωπος, μου ψιθυρίζει,
μα αμάρτησες, μιλάς μονάχα μια γλώσσα, πρέπει να υποκλιθείς στον κίτρινο ουρανό τους,
στα ψηλά βουνά των δικών τους παγετώνων…

Απομεσήμερο, σκιές αλυχτούν στα περάσματα των πεπρωμένων μου..  Αφηνιασμένες
χιονοστιβάδες, απειλούν τα αγριολούλουδα των ονείρων μου.
Ξημέρωμα στη λεωφόρο, περιμένω το πράσινο…

Είμαι ακόμα άνθρωπος…

 

12
Μια σου εικόνα…

Μιά σου εικόνα, μια παραίσθηση απατηλή,
στου στεναγμού μου, έγειρε την κοίτη,
μορφή εξαίσια μ’ απόκοσμη, θολή,
χάνεται στ’ αμυδρό το φως τ’ αποσπερίτη.

Χωρίς το γέλιο σου ανυπόφορη σιωπή,
να σου διαβάσω δε θ’ ακούσης τον Ελύτη,
λόγια που θα `θελε το δάκρυ μου να πει,
αυτό που έλεγες αλήτικο σπουργίτι.

Ρωγμές στα όνειρα που σμίλεψα για σένα,
λαχτάρα εξαίσια και διάφανη ηδονή,
χνάρια στο χρόνο σκόρπια αφημένα,
για το χαμόγελο μιας μέρας προσμονή.

Μερεμετίζω λόγια να σου στείλω πικραμένα,
λόγια που θα `θελε η καρδιά μου να σου πει,
απ’ της ζωής τον άγριο δρόλαπα κρυμμένα,
να ταξιδέψουν στη βαθιά σου σιωπή.

Yiannis H.

 

13
Δεν θα έχω πρόσβαση σε υπολογιστή τις ημέρες των γιορτών γι’ αυτό επιτρέψτε μου να σας ευχηθώ, να περάσετε όμορφα.
Καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένο το 2012,  με αγάπη κι’ ένα χαμόγελο…




14
     
Φίλοι μου, καλή σας μέρα.
 
Πολλοί  από εσάς με  γνωρίζεται εδώ στο κιθάρα από παλιά, ορισμένοι δε και προσωπικά. Θέλω να σας πω  ακόμα πως και τώρα αλληλογραφώ με μέλη γιατί εδώ είναι το σπίτι μου όπως λέει  και το προφίλ μου.
Δεν είμαι ενεργό μέλος εδώ και καιρό για δικούς μου  προσωπικούς λόγους, μα και για λάθη που κάναμε στο παρελθόν.
 
Σχεδόν καθημερινά περνάω από εδώ, από τη σελίδα δικοί μας στίχοι  και ποιήματα. Δεν σας κρύβω πως λυπάμαι να βλέπω τη σελίδα αυτή που κάποτε (βούιζε)  από τα αλλεπάλληλα γραπτά - νέες δημοσιεύσεις ποιημάτων, σχολιασμών κλπ. – να παραμένει  σε (λήθαργο) να διαβάζω στίχους χωρίς ουσία, δίχως νόημα, να παραμένουν για  μέρες στην κορυφή της σελίδας αφού κανένας δεν λέει κάτι για να μη γίνει κακός.  Έτσι όμως κάνουμε κακό και στη σελίδα μα και στον ίδιο.
Μάλιστα οι διαχειριστές αναγκάστηκαν τότε να επιβάλουν  κανόνες κι’ αν δεν διαβάσατε παραπάνω σας το παραθέτω.
 
13/11/2007
Βραζίλης
Administator
Σε μια  προσπάθεια να περιορίσουμε την λογοδιάρροια στον πίνακα Δικοί μας στίχοι και  ποιήματα, θέσαμε ως όριο αποστολής μηνυμάτων το: 5 μηνύματα ανά ημέρα  (είτε πρόκειται για νέο θέμα είτε για σχολιασμό)
 
  Τα "μηνύματα ανά ημέρα" μετράνε από τη στιγμή που θα γίνει προσπάθεια  για αποστολή και 24 ώρες προς τα πίσω. Δηλαδή στις τελευταίες 24 ώρες μπορείτε  να έχετε γράψει μέχρι 5 μηνύματα. Το πλήθος μηνυμάτων ανά ημέρα ΔΕΝ μηδενίζεται  με την αλλαγή της ημερολογιακής ημέρας.



Δεν θέλω να με παρεξηγήσουν οι φίλοι που πρώτη φορά  δημοσιεύουν στίχους που όμως στίχοι δεν είναι ή που θέλουν να παίξουν γράφοντας  ορνιθοσκαλίσματα έτσι για να κάνουν την πλάκα τους.
Πιστεύω πως η αιτία αυτής της κατάστασης ήμαστε εμείς οι  ίδιοι με τα γραφόμενα μας που μόνο ποίηση δεν είναι.
 
Διαβάστε και  αυτό.
 
Βραζίλης
Administator 
13/11/07
 
Να τονίσουμε εδώ ότι ο πίνακας Δικοί μας στίχοι και ποιήματα φτιάχτηκε για  στιχουργούς και ποιητές που έχουν κάτι ενδιαφέρον να πουν, κάτι που βγαίνει από  την ψυχή τους και έχει ωριμάσει μέσα τους ώστε να μπορεί να αποτυπωθεί με τα  κατάλληλα επιλεγμένα λόγια. ΔΕΝ είναι χώρος για να πετάμε στιχάκια της στιγμής  που γράψαμε στο πόδι όταν είχαμε ανία. Παρακαλούμε κρατήστε υψηλό το επίπεδο  των γραπτών αυτού του πίνακα.Τα μέλη που σχολιάζουν τους στίχους και τα ποιήματα του παρόντος πίνακα,  παρακαλούνται να είναι φειδωλοί στο πλήθος των σχολιασμών τους: να σχολιάζουν  μόνο όταν κάποιοι στίχοι ή ποιήματα τους άγγιξαν βαθιά, ώστε να γράφουν μια όσο  το δυνατόν πληρέστερη κριτική. ΔΕΝ έχει πολύ νόημα για κανέναν το να σχολιάζετε  με 1-2 λέξεις ("μ'άρεσε", πολύ καλό", "μπράβο", "ευχαριστώ"),  ή με 1-2 αόριστες έως άσχετες φράσεις.


Αυτά ήθελα να πω και να παρακαλέσω τους παλιούς φίλους  να κάνουν μια καινούργια αρχή…
 
Καλή σας μέρα και πάλι
 

15
Χρόνια πολλά.
Καλά Χριστούγεννα, ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος 2011, με υγεία και πολύ υπομονή...



16
Λοιπά / Μονιμοποίηση υπαλλήλων.
« στις: 20/05/10, 09:17 »
Εφημερίδα της κυβέρνησης Τ. 324 της 26/4/2010
Μονιμοποίηση μετακλητών υπαλλήλων.
 
Προϋπηρεσία ΕΞΙ (6) ημερών
Προϋπηρεσία δέκα επτά ημερών (17)
 
 Πρόεδρος της βουλής Φίλιππος Πετσάλνικος: Είναι ένα άγος του παρελθόντος.
 
 ALTER  20/5/2010  8.30 πρωινή.   
 
 (Έτσι είναι, άμα έχεις μπάρμπα το θεό)
 

17

Κοχλάζουν κενό.
(Από το άδειο ημερολόγιο μιας ψυχής...)

Πράνα και τσι απ’ την Ινδία την Κίνα
ένα πακέτο οξειδωμένες αναμνήσεις
σκιές ασάλευτες συμπαντικού πυρήνα
διάττοντες φευγάτες παραισθήσεις.

Ονειροσύννεφα που παρελαύνουν
στον κύκλο τον ατέρμονα του νου
έναν δραπέτη της ζωής που συλλαμβάνουν
σιωπές ναυάγια καιρού αλλοτινού.

Φθαρτές εικόνες στη ματιά του αναπλάθει
τρικυμισμένες κβαντικές αριθμομηχανές
είναι ο κόσμος του ο άυλος τρύπιο καλάθι
από την πράνα την ασύλληπτη στο αχανές.

Η θύμηση της σε παρθένο όνειρο που μένει
της άναρχης αγρύπνιας του πολύ σημαντικό
από το χέρι της κρατά την ειμαρμένη
το τάχυον στον κόσμο του ελπίδα γιατρικό.



18
Κασσιανή.

Στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα, στο χώρο της ποίησης ξεχωρίζει η Κασσία ή Κασσιανή (περίπου 810-843/867). Υπήρξε όχι μόνο σημαντική υμνογράφος αλλά και από τις ελάχιστες γνωστές γυναίκες που ασχολήθηκαν με την ποίηση. Σώζονται πολλοί λειτουργικοί ύμνοι αλλά και επιγράμματά της (σύντομα ποιήματα). Σε ορισμένα από τα ποιήματά της
ασχολείται με τη ζωή του μοναχού και σε άλλα πραγματεύεται διάφορα θέματα, όπως την ευτυχία, τη δυστυχία, την ομορφιά.
Το όνομά της συνδέεται, σύμφωνα με την παράδοση, μ’ ένα θεσμό συγκέντρωσης των ωραιότερων γυναικών για την ανεύρεση κατάλληλης συζύγου για τον αυτοκράτορα. Ο τρόπος αυτός επιλογής φαίνεται ότι καθιερώθηκε από την Ειρήνη (727-802) για την εξεύρεση συζύγου για το γιο της Κωνσταντίνο Στ’.
Πηγή έμπνευσης πρέπει να αποτέλεσε το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου Εσθήρ της Παλαιάς Διαθήκης, όπου η Ειρήνη προσέθεσε κανόνες δικής της επινόησης για το ύψος, τα πόδια και τις διαστάσεις των υποψηφίων.
Η Κασσία φαίνεται ότι ήταν υποψήφια σύζυγος για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829-842). Στην ερώτηση ωστόσο του αυτοκράτορα “ως άρα διά γυναικός ερρύη τα φαύλα” (άραγε από τη γυναίκα προήλθαν τα ανόητα έργα -εννοώντας την Εύα) η πνευματώδης απάντηση της Kασσίας “αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω” (μέσω της γυναίκας όμως δημιουργούνται και τα σημαντικότερα έργα -εννοώντας την ανθρώπινη ζωή) τον έκανε να προτιμήσει για γυναίκα του τη Θεοδώρα την Παφλαγόνα.
-----------------------------------------------------------------------------------------
Μεγάλη Τρίτη.

Το τροπάριο της Κασσιανής

Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις
ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν,
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους,
τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου• αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.

http://www.youtube.com/watch?v=o259EH-XOZw


19


Φίλες και φίλοι της σελίδας ''Δικοί μας στίχοι και ποιήματα''

Καλή Ανάσταση εύχομαι σε σας και τις οικογένειες σας.

--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.--.

Ντύστε με άνοιξη τη σελίδα που τόσο αγαπήσαμε, με καινούργιους στίχους και ποιήματα.


20
Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ

Μια μαντινάδα είναι, είναι όμως ποίημα που αποτελείται από δυο στίχους που συνήθως είναι δεκαπεντασύλλαβη σε ομοιοκαταληξία ή και τέσσερα ημιστίχια που δεν ομοιοκαταληκτούν απαραίτητα. Αποτελεί μέσο έκφρασης που αν περάσεις μέσα από τα στενοσόκακα της θα βρεις μια ολόκληρη ιστορία με αρχή και τέλος.

Θέλω να πω δηλαδή πως κι’ εδώ με τους στίχους και τα ποιήματα όλων μας, των ανώνυμων στιχουργών – ποιητών, που χρόνια τώρα σ’ αυτήν εδώ τη ζεστή γωνιά σ’ ένα παιχνίδι συναισθημάτων, γράφουμε τις δικές μας ιστορίες όπως εμείς τις ζούμε στη χαρά και στον πόνο.
Τα πρώτα μας λογοτεχνικά έργα, οι πρώτες μας (φλυαρίες).
Υπάρχουν όμως και φορές λόγια μπερδεμένα, ακαταλαβίστικα, αμπελοφιλοσοφίματα, - γι’ αυτό και το παράδειγμα της μαντινάδας - που αν δεν είναι γραμμές σκόπιμα δοσμένες,  αδυνατούμε να βρούμε περάσματα.
Ε καμιά φορά γράφει μόνη της η ψυχή που κι’ εμείς δεν την πολυκαταλαβαίνομε.

Σ’ αυτή λοιπόν τη γειτονιά που συμβιούν ένοικοι γνωστοί και άγνωστοι, μικροί και μεγάλοι, είναι επόμενο τα γραφόμενα τους να διαφέρουν, οι ασχολίες τους να είναι και διαφορετικές. Μελαγχολικές νοσταλγίες, έρωτας, δημιουργία, φιλοσοφήματα διάφορα.

Να γνωριστούμε λοιπόν μα όχι κι’ έτσι.
Υποκλίσεις, λόγια θαυμασμού, μα και παινέματα παράλογα.
Κουτσομπολιά η γειτονιά με τις ποιητικές παρέες αλληλοθαυμασμού. Καιρός να αλλάξουμε τόπο διαμονής λένε μερικοί και εδώ που τα λέμε δεν έχουν άδικο.
Να σε χαιρετίσω δηλαδή το πρωί για να με χαιρετίσεις εσύ το βράδυ.
Δεν με χαιρέτησες; ε τότε δεν σε χαιρετάω κι’ εγώ. Τι πράγματα είναι αυτά.
Να μείνω για λίγο στην αυλή, έτσι για λίγο καθαρό αέρα, μα πως, σκουπίδια έχει αφήσει ο δίπλα και μυρίζουν. Το πουλάω το ρημάδι.

Τώρα εδώ που τα λέμε που να βρούμε καλύτερα, ας μείνουμε μα να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Δηλαδή μετρημένα λόγια και σωστά. 
Τι θα πει Ω ποιητά μου, υποκλίνομαι κι’ ένα σωρό παινέματα.
Ή στα αυριανά δικά μου στιχουργήματα περιμένω τη δική σου υπόκλιση. Μία σου και μία μου δηλαδή έτσι δεν είναι; 
Μα και τα σκόρπια πλατανόφυλλα, κακό κάνουν να προσέχουμε τι γράφουμε.

Στις σελίδες μας με τα εκατοντάδες θέματα βρήκα μαργαριτάρια ζάχαρη, ας γελάσουμε τώρα κι’ ας σοβαρευτούμε μετά.

Φοβερό υποκλίνομαι!!!!!!!!!!!!!

Δεν το πιστεύω, ανατρίχιασα!

.............Ποιητά μου...

Κυρία μου πως να κοιμηθώ απόψε με την ονειρική σου ποίηση να με πνίγει στο λαιμό.

22 φατσούλες,
(Μα δίχως μια λέξη.)
Η απάντηση: Να λείπουν οι ειρωνείες αη στο δ....

Ανατρίχιασα και κλαίω...
(Και τα δυο μαζί δηλαδή.)

Πανέμορφο, με ταξιδεύει με ταξιδεύει στα ουράνια, υποκλίνομαι κυρία μου.
(Σιγά, σιγά. Οσφυοκάμπτη... )

Ωραίο. Γράφε, γράφε μη σταματάς μη σταματάς γράφε, συνέχισε.
(Αυτό το μη σταματάς δεν μετριέται, ο δάσκαλος δηλαδή στο μαθητή)

Μελαγχόλησα σ’ ευχαριστώ.
(Άλλο πάλι κι’ αυτό, ευχαριστεί γιατί μελαγχόλησε)

Μου άρεσε συνέχισε, συνέχισε...

......είσαι αριστούργημα.

Μεγαλειώδες - Πανέμορφο. – Φοβερό.
(Καλά αυτές τις λέξεις τις ζαχαρένιες, έτσι μια, μια, τις βρίσκεις σ’ όλες σχεδόν τις σελίδες.)

Αυτά που λέτε διαβάζουν στη γειτονιά και μας κουτσομπολεύουν.
Δηλαδή δεν είναι μόνο αυτά, εκατοντάδες είναι κι’ αυτό το ξέρουμε όλοι μας αφού το ζούμε κάθε μέρα.

Είναι και το άλλο, γαρίδα το μάτι μη ξεφύγει κάποιο και δεν πω τα καλά μου λόγια. Πέντε έχω δικαίωμα και τα πέντε θα χρησιμοποιήσω έτσι για να φαίνομαι, μακάρι να ήταν κι’ άλλα. Μέσα σ’ ένα εξάμηνο πέρασα τα χίλια μηνύματα. Αμ πως!

Μα το άλλο? Τόλμησες να βρεις κάποιο ψεγάδι στο σημερνό μου ποίημα και το λες έτσι χωρίς την άδεια μου; Αυτό είναι απαράδεχτο, δεν φέρονται έτσι σε έναν ποιητή!

Εγώ πάλι σχολιάζω μόνο αυτά τα θέματα που έχω να πω ένα καλό λόγω, γιατί να γίνω κακός; Όλο γλύκα είμαι και μ’ αρέσει. Ξέρω και τα ονόματα σας, λίγο το έχεις;

Μα και το ψάξιμο στις σελίδες τις πολύ πίσω, άλλο κι’ αυτό, για να βρω λέει κάποιο ποίημα να το επαναφέρω μα για τον συγκεκριμένο (ποιητή - ποιήτρια) να πω δυο καλά λόγια έτσι για να με συμπαθήσει και μη μου πείτε πως δεν είναι έτσι.

Σε ποιον τα λέω; 
Μα στον εαυτό μου τα λέω.
Αν τώρα κρυφακούγατε δεν φταίω εγώ.


ΥΓ

Έτσι που λέτε είναι τα πράγματα, το αποτέλεσμα, αυτή η σελίδα με τη μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα στο φόρουμ γίνεται όλο και ποιο φτωχή.
Φτωχή και στην ποιότητα των γραπτών μας και στους ένοικους.

Μπορούμε να βελτιώσουμε την όλη κατάσταση αν το θέλουμε.
Στο χέρι μας είναι.

Να κόψουμε τα γλειψίματα και τις τρίχες. Ναι τις τρίχες.
Να σοβαρευτούμε πρέπει.
Να  συνομιλήσουμε με τον δημιουργό, να πούμε τη γνώμη μας, μα μέσα σε επιτρεπτά όρια. Μη ξεχνάμε πως σ’ αυτό το σπίτι ήμαστε φιλοξενούμενοι.

21
Η μοναξιά μιας (Ελιάς.)

Το χθες ποιος να θυμάται τάχα και γιατί
πως μπόλιασες εσύ τα λιόκλαρά μου
να σκιάζουν οι βλαστοί μου ένα γιαπί
να ξαποστάσουν τα παντέρμα όνειρα μου.

Τον κίνδυνο κανάκεψα και ικέτεψα στοργή
στ’ ανεμοδέρματα  τ’ ανάλγητα του χρόνου
μαρτύριο στ’ αχνόφεγγο η χαίνουσα πληγή
απ’ τ’ αγριόχορτα τα ύπουλα του φθόνου.
 
Τα μυστικά σου όμως τα φυλάω κλειδωμένα
στις ρίζες μου να λιώσει το λευκό χαρτί
θα σβήσουν όνειρα αγάπης χαραγμένα
και στον κορμό μου θ’ απομείνει ένα γιατί.

Περνάει ο χρόνος με ιαχές θριαμβικές
πατώντας τους καρπούς της άνοιξής μου
φθαρτές εικόνες μου παλιές παρθενικές
έφτασε η ώρα δια παντός της έξωσης μου.

Λες κι’ ήταν χθες κι’ όμως περάσανε αιώνες
στη σκιά του άναρχου παιχνίδια δάκρυ οιωνοί
με πόνεσαν με πλήξαν ανελέητα τυφώνες
της θύμησης του τώρα μιας σβηστήρας ηδονή.

22

Ποιητής = Προφήτης.

......Ο πόθος για να σπάσει τους φραγμούς της ύπαρξης μας.
Έπειτα το συναίσθημα της ήττας, η οργή, η ταπείνωση, η σιωπή μπροστά στην απορία που πάλι ορθώνεται....
..............................
Λέω πως πρέπει να είσαι προφήτης, να γίνεις προφήτης.
Ο ποιητής γίνεται προφήτης έπειτα από μια μακριά, απέραντη και υπολογισμένη κραιπάλη όλων των αισθήσεων.....

Λόγια του Αρθούρου Ρεμπώ. Από το βιβλίο του '' Illuminations ''

_______________________________________________________



         Ποιητής – Προφήτης.


Είσαι ποιητής.
Μα όσο γυρίζει ο ήλιος κι’ ο ίσκιος της πένας σου τρανέψει,
το μελάνι σου ζωγραφίζει, το πιο όμορφο όνειρο φυσικής
τελείωσης που έδωσες ποτέ.
Είσαι ένας άλλος ποιητής, είσαι προφήτης.
Γιατί έχεις μέσα σου την πίστη, την υπεράνθρωπη δύναμη του πρωτομάστορα.
Γιατί συνταιριάζεις και ζεύεις το ήμερο με το άγριο,
ξέρεις το χτες, πλάθεις το σήμερα, μαντεύεις το αύριο.

Ημερεύεις το ρολόι του χρόνου.
Στύβεις τις πέτρες κι’ απ’ το δάκρυ τους να δροσιστείς.
Ακούς το ανάκουστο.
Είσαι μέσα σ’ όλες τις μορφές, του έρωτα, της τρέλας, του πόνου.

Σπάζεις τους φραγμούς της ύπαρξης σου.
Στην αληθινή αλήθεια σιωπάς, υμνείς το αλάνθαστο,
γεφυρώνεις το κενό, γνωρίζεις το άγνωστο.
Ζεις τα συναισθήματα της ήττας, της ταπείνωσης σου.

Γίνεσαι ο άρρωστος, ο πικραμένος.
Γίνεσαι το ανεπιθύμητο, το ποθητό, το αισθητό, το υπεραισθητό.
Ο σοφός ο μεγάλος,  μα κι’ ο εγκληματίας ο καταραμένος.

Ορθώνεσαι στην απορία, στο ακατόρθωτο.
Λιώνεις τον πάγο της καρδιάς, με τη μεγάλη φωτιά , την αγάπη.
Είσαι αυτεξούσιος ποτέ υπεξούσιος, χαμογελάς καμιά φορά στην αυταπάτη.
Διυλίζεις τη σκέψη σου, ακουμπάς το αόρατο.

Γι’ αυτό εσύ ο ποιητής γίνεσαι προφήτης.
Της απουσίας, του κενού ο χτίστης.
Ο κυνηγός της αληθινής ζωής.
Προσεύχεσαι στον άγραφο στίχο της δικής σου προσευχής.

23

Σε ξαναντάμωσα.

Σε ξαναντάμωσα,
με χαίνουσες πληγές, απ’ τα μεγάλα σου τα λάθη,
έκπτωτη στο αχνόφεγγο, οράματος απατηλού.
Είχες ξωκείλει απ’ τα πολλά, τ’ αέναα σου πάθη,
ακροβατώντας κάποιο σύθαμπο γι’ αλλού. 

Η πελαγίσια σου ματιά τρικυμισμένη,
λεηλατημένη απ’ τα κουρσέματα των ξωτικών,
σε βράχια αχαρτογράφητα ναυαγισμένη,
εύκολη λεία ύπουλων αρπαχτικών.

Σκιές τα χνάρια σου στο πέρασμα του χρόνου,
απολιθώματα μιας άλλης ξεχασμένης εποχής,
φθαρτές μπαταρισμένες αγκαλιές του πόνου,
ερωτευμένες θύμησες στερνής απαντοχής.

Είμαι μου λες, της πλάνης σου στερνή  ελπίδα,
το κουρσεμένο σου ναυάγιο, να σύρω στο γιαλό,
μήπως και φτάσει στα συντρίμμια κάποια αχτίδα, 
να αναπλάσει μια εικόνα, λαξεμένη σε πυλό. 

Πως να χωρέσω μάτια μου, σε μια αδέσποτη συγνώμη.
Με συλημένα όνειρα ψυχρών συμβιβασμών.
Σ’ ένα ολόγραμμα αρχέγονο που τό `λεγαν Σαλώμη.
Σε μια καινούργια ξέφρενη, τροχιά αφορισμών.


24

Ακροβατώντας

Ακροβατώντας στα μινόρε της αυγής,
σου είπα πως νυχτώνει όπου  να 'ναι.
Απ' την ενάτη του Μπετόβεν,
στο σκοτάδι της φυγής.
Τον ολετήρα βρήκε ο χρόνος και τα σπάνε.

Είχα θαρρέψει στη θωριά μιας αναδυομένης,
σε μια παραίσθηση απόγνωσης φτηνής,
βαρυποινίτης συντροφιά μιας ερωμένης,
σκάρτο σκαρί, στ' απόβλητα ναυαγισμένης ηδονής.

Το άρμα της αγάπης βιαστικό θωρακισμένο,
απ' την αντάρα των μοιραίων εθισμών,
ένα αγοραίο σ' αγαπώ ντοπαρισμένο,
σε τύμβους συλημένων στεναγμών.

Μια ξένη ικέτεψα περαστική στοργή,
κανάκεψα το άγνωστο ολόγραμμα της,
την έλουσαν τα όνειρα μου ροδαυγή,
για λίγα ψίχουλα απ' το περίγραμμα της.

Μερεμετίσματα ψυχρών συμβιβασμών,
για ένα χαμόγελο λιτό απελπισμένο,
με συνειδήσεις πληρωμένων χορηγών,
το ''μου'' μιας άλλης εποχής μεταλλαγμένο.

Απ' της ψυχής το κράμα σφυρηλατημένο,
σημαδεμένο απ' της ζωής την απονιά,
απ' τη θολούρα του Αχέροντα ρυτιδιασμένο,
ακροβατώντας σ' ένα σόλο, μια στερνή διπλοπενιά. 

25

Σε θυμάμαι.

Σ' αντάμωσα σ' εκείνο το παλιό το παραμύθι,
ασπρόμαυρη εικόνα των ονείρων μου θολή,
με είχε ανασύρει η ματιά σου από τη λήθη,
στο έλασσον μιας φόρμιγγας, σ' αγάπησα πολύ.

Στα ταξιδέματα κάποιες φορές, σε είχα ακραγγίξει,
σε άγουρες, αλλοπαρμένες, φάλτσες εποχές,
όμως σε έχανα το τρένο λίγο πριν σφυρίξει,
κι' έμενα πάντα με καινούργιες ενοχές.

Σ' ένα άσπρο σύννεφο γεμάτο φαντασιές,
λιγνόκλαρος, λάγνος κισσός σε αγαλιάζει,
γυρίζει ο χρόνος και σου αλλάζω φορεσιές,
με τη μορφή σου στο εκμαγείο να ταιριάζει.

Οι φούχτες μου γεμάτες μεθυσμένα σ' αγαπώ,
για ένα αντίγραφο που πλάθω γλυκοφεγγοβόλο
ρίμες ατέλειωτες, μελένιες, κάποια ώρα να του πω,
ηχοσκιές το κανακεύουν στον ουράνιο το θόλο.

Σταχτοσκαλίσματα παραίσθησης, αναλαμπές,
σκιές τα ίχνη σου τ' αθώρητα τα πλάνα,
μα δε ζητούσα ομορφιές, μόνο ένα μου, αειθαλές,
και το γοβάκι σου να συνταιριάζει, στα δικά μου πλάνα.

Τελειώνει η άδεια και ο κισσός φυλλοβολεί,
με τη σκυτάλη σ' άλλο όνειρο αφημένη,
για το χαμόγελο σου όμως κάποια ανατολή,
μέσα απ' τις στάχτες μου θα βγω αγαπημένη.



Σελίδες: [1] 2 3 4