Κασσιανή.
Στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα, στο χώρο της ποίησης ξεχωρίζει η Κασσία ή Κασσιανή (περίπου 810-843/867). Υπήρξε όχι μόνο σημαντική υμνογράφος αλλά και από τις ελάχιστες γνωστές γυναίκες που ασχολήθηκαν με την ποίηση. Σώζονται πολλοί λειτουργικοί ύμνοι αλλά και επιγράμματά της (σύντομα ποιήματα). Σε ορισμένα από τα ποιήματά της
ασχολείται με τη ζωή του μοναχού και σε άλλα πραγματεύεται διάφορα θέματα, όπως την ευτυχία, τη δυστυχία, την ομορφιά.
Το όνομά της συνδέεται, σύμφωνα με την παράδοση, μ’ ένα θεσμό συγκέντρωσης των ωραιότερων γυναικών για την ανεύρεση κατάλληλης συζύγου για τον αυτοκράτορα. Ο τρόπος αυτός επιλογής φαίνεται ότι καθιερώθηκε από την Ειρήνη (727-802) για την εξεύρεση συζύγου για το γιο της Κωνσταντίνο Στ’.
Πηγή έμπνευσης πρέπει να αποτέλεσε το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου Εσθήρ της Παλαιάς Διαθήκης, όπου η Ειρήνη προσέθεσε κανόνες δικής της επινόησης για το ύψος, τα πόδια και τις διαστάσεις των υποψηφίων.
Η Κασσία φαίνεται ότι ήταν υποψήφια σύζυγος για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829-842). Στην ερώτηση ωστόσο του αυτοκράτορα “ως άρα διά γυναικός ερρύη τα φαύλα” (άραγε από τη γυναίκα προήλθαν τα ανόητα έργα -εννοώντας την Εύα) η πνευματώδης απάντηση της Kασσίας “αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω” (μέσω της γυναίκας όμως δημιουργούνται και τα σημαντικότερα έργα -εννοώντας την ανθρώπινη ζωή) τον έκανε να προτιμήσει για γυναίκα του τη Θεοδώρα την Παφλαγόνα.
-----------------------------------------------------------------------------------------
Μεγάλη Τρίτη.Το τροπάριο της ΚασσιανήςΚύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις
ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν,
κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους,
τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου• αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.
http://www.youtube.com/watch?v=o259EH-XOZw