Ξ
στην λεβεντιά απ’ τον κύρη του, και στης καρδιάς τα βάθη.
Κάποιος θεός ή άνθρωπος τον έβαλε στο χέρι
να πάει για τον πατέρα του στην Πύλο για να μάθει.
Μα οι μνηστήρες στήσανε σε τούτονε καρτέρι
όταν γυρίζει σπίτι του, να σβήσει απ’ την Ιθάκη
το γένος όλο αύτανδρο του ισόθεου Αρκεισία.
Μα ας του αφήσουμε αυτουνού της τύχης το δισάκι
κι είθε το χέρι ν’ απλωθεί του Δία με ικεσία.
Γέρο μου ,πες τα βάσανα και την υπομονή σου
κι είθε σε μένα ο λόγος σου σωστά να μεταφέρει: 190
Ποιος είσαι, ποιος ο τόπος σου, ποιοι είναι οι γονείς σου
με ποιο καράβι έφτασες, ποιοι ναύτες σ’ έχουν φέρει
ως της Ιθάκης το νησί. Παινεύονται ποια νειάτα;
Κι ούτε σε Ιθάκη θα ’φτασες με την πεζοπορία».
Κι ο Οδυσσέας γνωριμιάς, του λέει τα μαντάτα:
«Όλα όσα ξέρω θα σου πω μην έχεις απορία.
Αν στο καλύβι είχαμε το φαγητό μας μόνο
και το ποτό να πίναμε, κι είχαμε άλλους μάθει
να τρέχουνε για τη δουλειά, δεν τέλειωνα στο χρόνο,
να σου ’λεγα για τα δεινά κι αυτά που έχω πάθει 200
κι όσα με βρήκαν βάσανα από θεών κατάρες.
Καυχιέμαι πως κατάγομαι απ’ την πλατιά την Κρήτη
από πατέρα πλούσιο. Που ’χε μεγάλες χάρες
γιατί το ταίρι, του ’κανε γιους γνήσιους στο σπίτι
μα εμένανε με γέννησε μια σκλάβα παλλακίδα
που σαν και τ’ άλλα τα παιδιά τ’ ατόφια με αγαπούσε
ο Κάστορας του Υλάκη ο γιος, και το παινιέμαι που είδα
γιος να ’μαι σ’ έναν, που θεό η Κρήτη τον τιμούσε
για τα λεβέντικα παιδιά, την πλούσια τη γη του.
Κι η μοίρα σαν τον έστειλε στον Άδη και στην Στύγα 210
μοιράσανε τα πλούτη του οι ξακουστοί οι γιοι του,
και σ’ όλα κλήρο βάλανε, όμως σε μένα λίγα,
σπίτι, και άλλα λιγοστά μου είχανε μοιράσει.
Όμως νοικοκυρεύτηκα και βρήκα ένα ταίρι
απ’ την πολλή μου ομορφιά, χωρίς να ’χω δειλιάσει
και ρίψασπις δεν ήμουνα. Μα σβήσαν σαν αστέρι.
Την καλαμιά αντικρίζοντας, θα ξεχωρίσεις στάχυ.
Γιατί μεγάλες συμφορές η ζήση μου ’χε φέρει.
Θάρρος ο Άρης μου δωσε κι η Αθηνά στη μάχη
κι όταν με τόλμη διάλεγα τους πρώτους για καρτέρι 220
τους αντιπάλους δολερά ο Χάρος να τους πάρει,
ποτέ η καρδιά δεν σκιάχτηκε του θάνατου το νύχι
μα πάντα έβγαινα άγρια μπροστάρης με κοντάρι
κι αλί ο οχτρός που ήταν αργός, καμιά δεν θα ’χε τύχη.
Έτσι ήμουν στον πόλεμο. Ποτέ μου δεν ποθούσα
γη και χωράφια, που παιδιά τα θέλουν για οφέλη,
καράβια με καλά κουπιά και μάχες αγαπούσα,
καλοξυσμένα δόρατα, καλοφιαγμένα βέλη
που άλλοι τα τρέμουνε αυτά, κι ούτε θα πάρουν θέση.
Μ’ αυτά που μου ’βαλε στο νου, θεός είχα λατρεία. 230
Στον ένανε αρέσει αυτό στον άλλο δεν αρέσει.
Και πριν να πάνε οι Αχαιοί να πάρουνε την Τροία
ήμουνα πρώτος αρχηγός εννιά φορές στα πλοία
κι ο στόλος ήταν φτερωτός, στο πέλαγος πετούσε,
πλιάτσικο έκανα πολύ, άφθονη πήρα λεία
κι άλλα πολλά μου κλήρωναν. Το σπίτι μου πλουτούσε,
και σεβαστός καζάντησα, κι αγαπητός στην Κρήτη.
Για το ταξίδι που έφαγε κόσμο, σαν ήρθαν νέα,
που ο γιος του Κρόνου το ’βαλε μέσα στου νου την κοίτη,
πήρα κι εγώ απόφαση με τον Ιδομενέα 240
στης Τροίας με τα πλοία μας να φτάσουμε τα’ αλώνια.
Το απαιτούσε ο λαός, ποιος να τ’ αρνιόταν τώρα,
και πολεμούσαμε σχεδόν ,κει κάτω εννέα χρόνια,
τον δέκατο την πήραμε του Πρίαμου τη χώρα,
κι ενώ στα πλοία μπήκαμε, καθείς ν’ αναχωρήσει
ένας θεός μας σκόρπισε με τρανταχτό αγέρι.
Ο Δίας κι άλλη συμφορά για μένα είχε φροντίσει.
Γιατί ένα μήνα χάρηκα το λατρευτό μου ταίρι
και τα γλυκά μου τα παιδιά, με τα νοικοκυριά μου.
Όμως μου έλεγε η καρδιά με πλοία να κινήσω 250
στην Αίγυπτο να κατεβώ με όλη τη συντροφιά μου.
Πλοία εννιά αρμάτωσα κι όλοι ’κλουθήσαν πίσω.......................Συνεχίζεται