Ξάφνου πετάγεστε αν φανεί αυτός ν’αποκοιμιέται,
με δύναμη, ακίνητο, τα χέρια τούτον να ’χουν
και ας παλεύει άγρια, με λύσσα ας χτυπιέται
γιατί θα μεταμορφωθεί σε όσα θεριά υπάρχουν,
νερό θα γίνει, και φωτιά, καυτή για να ξεφύγει.
Μα εσείς και άλλη δύναμη στα δυό τα χέρια δώστε
κι αν σας ρωτήσει , και φανεί η δύναμή του λίγη
τότε το άγριο σφίξιμο στο γέρο χαλαρώστε,
ρώτα τον όμως ποιος θεός σου στέλνει αυτά τα πάθη
και πως, τον δόλιο γυρισμό το κύμα θ’ αναλάβει». 430
Αυτά είπε και σάλτισε στης θάλασσας τα βάθη
κι εγώ στην άμμο γύρισα που ήτανε το καράβι
όμως στον δρόμο μ’ έτρωγε σκέψη, κι ερχόταν βράδυ.
Σαν γύρισα στο πλοίο μας, στης θάλασσας τα μάκρη
πρόχειρα κάτι φάγαμε, κι έπεσε το σκοτάδι
κι ύπνος μας επισκέφτηκε στης αμμουδιάς την άκρη.
Σαν ήρθε το ροδόχρωμο το χάραμα στους λόφους
άκρη την άκρη βάδιζα της αμμουδιάς τα πλάτη
τάματα κάνοντας πολλά, μαζί με τρεις συντρόφους
που σε όποια ανάγκη βρέθηκα, βάζαν για μένα πλάτη 440
κι η Ειδοθέα απ’ τα νερά πετάχτη τ’ απλωμένα
σκεπτόμενη το τέχνασμα στου γέρου το κεφάλι,
φώκιας τομάρια τέσσερα κρατώντας νιογδαρμένα.
Τέσσερεις λάκκους άνοιξε στην άκρη στο ακρογιάλι
και μας περίμενε εκεί. Σιμώσαμε σ’ εκείνη
και στον καθένα ξαπλωτό βάζει για σκέπασμά του
ένα τομάρι. Πιο φριχτό καρτέρι δεν θα γίνει
τόσο βαριά κι απαίσια ήταν η μυρωδιά του
από της φώκιας τις βρωμιές. Γιατί και ποιος ν’αντέξει
δίπλα σε θάλασσας θεριό κανένας για να μένει. 450
Μα πάλι εκείνη πρόφθασε και δίπλα μας θα τρέξει
να βάλει στα ρουθούνια μας ουσία μυρωμένη
που τη σαπίλα των ψαριών με άρωμα την διώχναν.
Σε λίγο οι φώκιες φτάσανε απ’ των γιαλών το δώμα
και δίπλα στην ακρογιαλιά να κοιμηθούν ξαπλώναν.
Κι ο γέρος βγήκε απ’ το γιαλό σαν έφτασε το γιόμα,
στις φώκιες του αργά-αργά στην άμμο προχωράει,
το πόσες ήτανε να δει εκείνες να μετρήσει.
Αρχίζοντας το μέτρημα πρώτους εμάς μετράει
κι ο νους παγίδα δεν νογά που εμείς του ’χαμε στήσει. 460
αφού ξαπλώνει, με ορμή χυμάμε απ’ το πλάϊ
κρατώντας τον κι ας σκούζει αυτός, το πάθος μας να κόψει
όμως τις δόλιες τέχνες του ο γέρος δεν ξεχνάει
και γίνεται δασύμαλλο λιοντάρι με άγρια όψη,
κι ύστερα κάπρος, δράκοντας αήττητος στ’αγέρια,
νερό πηγής τρεχούμενο και δέντρο φυλλωμένο,
μα εμείς γερά βαστούσαμε τον γέροντα στα χέρια
μέχρι που τον κουράσαμε, και αποκαμωμένο,
τον κάναμε τα λόγια του χωρίς πνοή να βγάλει:
«Με ποιο θεό, του Ατρέα γιε, παγίδα μου ’ χεις στήσει 470
και άθελά μου μ’ έπιασες; τι έχεις στο κεφάλι;».
Αυτά είπε, και η γλώσσα μου έτσι θα του απαντήσει:
«Γέρο γνωρίζεις, και τα λες για να μου βάλλεις βάρος,
μες στο νησί αποκλείστηκα, πανιά δεν αρμενίζουν
και μες στα στήθεια η καρδιά δεν έχει πλέον θάρρος.
Εσύ όμως γέρο πες τα μου- μα κι οι θεοί γνωρίζουν-,
ποιος είναι εκείνος ο θεός, τον δρόμο που ’χει κλείσει
και στον ψαρόγιομο γιαλό να βγω δεν με αφήνει;».
Και τότε με δυό λόγια του έτσι θα μου απαντήσει:
«Στον Δία μα και στους θεούς , το τάμα σου έχει μείνει , 480
λόγια του αέρα, τα όμορφα σφαχτά που ’χες ταμένα,
για να βρεθείς γοργότερα στην πατρική σου κοίτη
την θάλασσα διαβαίνοντας. Μα είναι τελειωμένα.
Πατρίδα, φίλους συγγενείς, και τ’όμορφο σου σπίτι
θα δεις, στου Διόθρεφτου αν πας, του Νείλου πίσω πάλι
και θυσιάσεις στους θεούς, στο γαλανό του ρέμα.
Τότε θα δεις να γίνονται, ότι έχεις στο κεφάλι».
Αυτά μου είπε ο γέροντας και πάγωσε το αίμα
που στο γεράνιο πέλαγος μου’λεγε να γυρίσω,
ταξίδι δύσκολο, ξανά στην Αίγυπτο να φτάσω. 490
Κι έτσι με δύο λόγια μου στο γέρο θ’ απαντήσω:
«Γέρο μου έτσι όπως τα λες την Αίγυπτο θα πιάσω.
Αλλά έλα πες μου αληθινά, αν η τρανή φατρία
των Αχαιών ακίνδυνα μες στα καράβια μπήκε,
όσους εγώ κι ο Νέστορας αφήσαμε στην Τροία
ή αν κανένας τον χαμό μες στα καράβια βρήκε
ή χάθηκε στο σπίτι του σαν τέλειωσαν οι μάχες».
Αυτά του είπα και αυτός μου απαντά με λύπη:
«Του Ατρέα γιε τι με ρωτάς; Αμάθητα να τα ’χες
αυτά που έχω μες στο νου, το άκουσμα να λείπει 500
κι εσένα προειδοποιώ, αδάκρυτος δεν θα ’σαι.
Γιατί χαθήκανε πολλοί, σωθήκαν όμως άλλοι.
Πόσοι αρχηγοί των Αχαιών σκοτώθηκαν ..θυμάσαι,
δυό αρχηγοί στον γυρισμό φάγανε το κεφάλι
κι ένας στου πέλαου την ορμή μονάχος πολεμάει.
Ο Αίας στα μακρόκουπα καράβια εσκοτώθη,
ο Ποσειδώνας στις Γυρές για γλιτωμό τον πάει
στις πέτρες τις θεόρατες, και προς στιγμή εσώθη,
θα γλύτωνε, κι ας είχε αυτόν η Αθηνά μισήσει
αν λέξη δεν ξεστόμιζε, βλάσθημη, με ατιμία, 510
ότι σε πείσμα των θεών το κύμα θα νικήσει.
Ο Ποσειδώνας άκουσε αυτή τη βλασθημία
και μες στα χέρια τα τρανά, την τρίαινά του παίρνει,
χτυπά την πέτρα στις Γυρές, στα δυό θα την χωρίσει,
το ένα της μέρος στέκει ορθό, το άλλο στο κύμα γέρνει
αυτό που ο Αίας κάθονταν, κι είχε τα θεία βρίσει
στο κύμα μέσα έγειρε, πήρε κι αυτόν η μοίρα,
στο κυματόδαρτο στοιχειό το σώμα του βουτώντας
εκεί ο δόλιος χάθηκε ρουφώντας την αλμύρα.
Ο αδερφός σου στα βαθιά καράβια ξεγλιστρώντας 520
σώθηκε. Κι η σεβάσμια η Ήρα τονε σώνει.
Καθώς στα όρη του Μαλιά εκείνος πλησιάζει
κακιά φουρτούνα κι άγριο το κύμα τονε σπρώχνει
πνιγμένο μες στους στεναγμούς ,και στην στεριά τον βγάζει
κει που ο Θυέστης πιο παλιά, για χρόνια κατοικούσε
κι ο Αίγισθος ο γόνος του κοντά του εκαθόταν.
Κι όταν τον έρμο γυρισμό καλόβολο θωρούσε
και στην πατρίδα με όμορφο και πρίμο αγέρι ερχόταν,
έφθασε στην πατρίδα του, του βγήκαν τα όνειρά του
κι απ’ τη λαχτάρα την πολλή το χώμα της φιλούσε 530
και δάκρυα έχυνε καφτά α’ την πολλή χαρά του.
Όμως στην Βίγλα ο σκοπός που ξάγρυπνος φρουρούσε
τον γνώρισε. Ο στυγερός, εκεί τον είχε βάλει
ο Αίγισθος, με δυό φλουριά αυτού που είχε τάξει
να την φυλά ολοχρονίς, μήπως το κύμα βγάλει,
εκείνον , και τα άρματα προφθάσει για ν’ αρπάξει,
ευθύς μόλις τον γνώρισε, προς το παλάτι φεύγει
να του το πει, κι ο Αίγισθος το σχέδιο ετοιμάζει.
Μέσα απ’ τη χώρα είκοσι τρανούς νέους διαλέγει
και στήνει το καρτέρι του. Κι από την άλλη βάζει 540
τον κόσμο, του Αγαμέμνονα τραπέζι να του στρώσει,
αυτός μ’ αμάξια κι άλογα θα πάει να τον καλέσει
και στο τραπέζι ανύποπτα με δόλο θα σκοτώσει
όπως το βόδι στο παχνί. Κι οι σύντροφοι απ’ τη μέση,
του Αγαμέμνονα, κι αυτού, σκοτώθηκαν στη μάχη
τη μάχη που ακολούθησε στο ξακουστό παλάτι»
Μου τα ’πε αυτά, και η καρδιά ξεκίνησε για να ’χει
πόνους, και στην ακρογιαλιά πλημμύρισε το μάτι
με δάκρυ , κι ούτε ήθελα ζωή και ήλιου λάμψη.
Κι αφού το δάκρυ χόρτασα και τον καημό συνάμα, 550
του άψευδου γέρου η λαλιά ελπίδα θα μ’ ανάψει:
«Μενέλαε, αιώνια δεν ωφελεί το κλάμα
ούτε θα βγάλεις τίποτα, αλλά καιρό μη χάσεις,
το γυρισμό στη χώρα σου να ’χεις θα πρέπει υπ’ όψη.
Δεν ξέρω αν τον Αίγισθο να ζει θα τον προφτάσεις
ή πρόφθασε ο θεϊκός Ορέστης να τον κόψει
μα εσύ θα κάτσεις για να φας στο νεκρικό τραπέζι».
Αυτά μου είπε ο γέροντας κι όσο κι αν είχα πόνο
άρχισε πάλι η καρδιά με τη χαρά να παίζει
κι απάντησα στον άψευδο με δυό μου λόγια μόνο 560........ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ