Στις χάρτινες σελίδες σου κρύφτηκα
και φρόντισα και δεν φοβήθηκα
μόνο λυπήθηκα
που δεν ξημέρωσα
μον' τα γάντια μου έβαλα,
φόρεσα φούστες
και δυο χαμόγελα κέρασα την αφεντιά μου,
ξέπλυνα μια αμαρτία μου
κι επέστρεψα.
Κάτω από τον ήλιο που χάρτινος στέκει,
μονολογώ, περπατώ,
κατάρες, πάνω στο νερό,
πονώ ομολογώ.
Προσέξατε δυο σύγνεφα εκεί ψηλά;
Δυο πύργους στ' ανοιχτά;
Βάρκες κι' αν αρμενίζουν αρκετές,
χωρίς κουπιά, στην φωτιά τις ρίχνω ευθύς.
Τρέχεις νερό να φέρεις και δεν συλλογίζεσαι
πως θα περπατώ σε νωπές σελίδες.
18,11 - Ακίδες