Οι ώμοι σου βαρύναν,
μα εσύ δεν ξεπουλάς
το αίνιγμα του κόσμου και τα πάθη,
ανθρώπων αμαρτίες
στην πλάτη κουβαλάς,
πηγαίνοντας στα πέρατα, στα βάθη.
Τα χέρια σου πληγώνουν
αμέτρητα καρφιά,
του σήμερα ρουφιάνοι, καταδότες,
τριάκοντα αργύρια
χαμένα στα χαρτιά,
παιγμένα μοιρολόγια μ' άθλιες νότες.
Τα μάτια σου δακρύζουν
σ' αιώνια ερημιά,
τον κόσμο διαφεντεύουν φαρισαίοι,
διασύρουν την ψυχή σου,
σε άψυχα κορμιά,
νεκροί κατά χιλιάδες ναζωραίοι.
Οι ώμοι σου βαρύναν
αιώνες στο σταυρό,
το αίνιγμα του κόσμου για να λύσεις,
στον άνθρωπο χαρίζεις
χαμένο θησαυρό,
το μαύρο του θανάτου να διαλύσεις.
Στον κόσμο αυτό που τρέχει
ταχύτητες φωτός,
πληγώνονται τα λόγια που 'χες δώσει,
Ιούδας Ισκαριώτης
βαφτίστηκε πιστός,
και βρήκε πάλι τρόπο να προδώσει.
Οι ώμοι σου βαρύναν,
ως πότε θα φυσάς,
ελπίδα μες τα όνειρα που σβήνουν,
παλαίμαχος σωτήρας,
ζητιάνος ή πασάς,
με λόγια που παλεύουν για να μείνουν.