Κρατάς στα χέρια σου το χρόνο,
ματώνει η μέρα στην καρδιά σου,
ρουφάς της νύχτας το οξυγόνο
μέσα στη λάμψη της ματιάς σου.
Κρατάς στα χέρια σου το νήμα
της τρέλας και του λογισμού σου,
τη μια ξοδεύεσαι σαν θύμα,
την άλλη αφέντρα του θυμού σου.
Κρατάς στα χέρια σου το χρώμα,
που ντύνει ασπρόμαυρη πλατεία,
κύμα μορφής χωρίς το σώμα
που χάθηκε στην αλητεία.
Κρατάς στα χέρια σου μια νότα
του μαγεμένου του αυλού σου,
δάκρυα φωτιά, σαν δακρυγόνα
στα βάθη του χαμόγελού σου.
Κρατάς στα χέρια σου το γράμμα
που σου ΄χω στείλει χρόνια τώρα,
τώρα βαδίζουμε αντάμα
μες του παραμυθιού τη χώρα.
Κρατάς στα χέρια σου το γράμμα
σαν το δαυλό μες το σκοτάδι,
τώρα βαδίζουμε αντάμα
μες των ονείρων μας το βράδυ.