Ντυμένες από όνειρα και σκέψεις παιδικές είναι οι λευκές μας νύχτες. Και ίσως αύριο.. ακριβώς αύριο, να επιστρέψουμε στον χαμένο μας παράδεισο που κάποτε γευτήκαμε.
Κρατήσου* υπόσχεση σου δίνω, πως μετά τον θάνατο, μετά τη σιωπή, σκέψεις και ευχές θα γίνουν προσευχή για να κεντήσουν το όνειρό μας. Είναι για αυτό πoυ τόσα χρόνια παλεύω ανάμεσα σε φως και σε σκοτάδι, σε ζωή και θάνατο, σε εμένα και σε εσένα.
Το χρώμα της φωνής σου.. βαθύ κόκκινο. Η ανάσα σου ακόμη ζεστή, υγρή, πάνω στο πρόσωπό μου. Κι αλήθεια, πόσο αγαπούσα εκείνα τα πρωινά όπου γυμνοί από πόνο μετρούσαμε πληγές...
Έλα, νύχτωσε νιότη μου.., πάψε να μου θυμίζεις.. Είναι καιρός που έπαψα να δίνομαι αλήθεια, δεν το βλέπεις; Δεν ζούνε πια εδώ νεράιδες και ιππότες.. χαθήκανε μαζί με αγάπες ξεχασμένες.. παλεύουνε στου χρόνου τον ιστό.
Δεν κάνει άλλο πια να περπατώ με τα δικά σου μάτια, είναι γιατί ανοίξαν τα δικά μου. Στο πρόσωπό μου καίνε ακόμη οι πληγές, κι ας ήμασταν γυμνοί από τον πόνο. Για ποιο θάνατο μιλάς και ποια σιωπή να ακούσω;
Κάτω από γη ξερή, αφιλόξενη αγαπάμε..
κι αν κάποτε παράδεισο γνωρίσαμε.. ακόμα τον χρωστάμε.
[/i]
Στον ιππότη μου...
Δεν ζούνε πια εδώ νεράιδες και ιππότες.. χαθήκανε μαζί με αγάπες ξεχασμένες..