Το Στέκι των Κιθαρωδών
Καλλιτεχνικές μας δημιουργίες => Δικοί μας στίχοι και ποιήματα => Μήνυμα ξεκίνησε από: old_lion στις 24/10/06, 21:18
-
Άλλο ένα κείμενο που δεν είναι ποιήμα .
Ελπίζω να με συγχωρέσει κάποιο πρόσωπο
για το ότι τα βγάζω τώρα εδώ .
Τα είχα γράψει αυτά και τού τα είχα δώσει
---------------------------------
Νοέμβρης
Δεν είναι όμορφος ο Νοέμβρης ?
Λίγο πριν το χειμώνα ,
ένα βήμα πριν το τέλος του φθινοπώρου.
Κι οι εποχές σε κύκλο αέναο .
Ένας σκίουρος στριφογυρνούσε
στον ύπνο μου προχθές ,
ύστερα ήρθαν παράξενες ώρες ,
τα μέσα βγήκαν έξω ,
κι εσύ έστεκες σαν κλαράκι γυμνό .
Μια αγκαλιά ήρθε κι έγινε
καυτή σαν την Κόλαση ,
κι ήρθε η Κόλαση κι έγινε μια αγκαλιά .
Πρωινό Τετάρτης ,
η μέρα που γεννήθηκες ,
και πήρα να σού γράφω ,
σε χαρτί virtual και σε χαρτί κυτταρικό.
Όλη τη μέρα τούτη την αφιέρωσα σε σένα .
Ένα μήνα τώρα σού αφιερώνω
όλες τις μέρες μου.
Νύχτα και μέσα σ' έναν ήχο ήρθες ,
ήσουν μουσική αλλά και φωνή ανθρώπινη .
Vitreaux , γυαλιά πολύχρωμα ,
κι οι αναμνήσεις σπασμένα γυαλιά .
Κοφτερά - κοφτερά στις άκρες τους
και τα όνειρά μου.
Οι αναμνήσεις χθές νύχτα , όλη νύχτα ,
σπασμένα γυαλιά και με μάτωσαν ,
περπατούσα πάνω τους με πόδια γυμνά .
Στο ξημέρωμα ,
σε αγαπούσα πάλι το ίδιο .
Ήταν άσπρα σπίτια ,
ήταν ένα σπίτι ,
η πόρτα του βαμμένη μπλε ,
κληματαριές σε ξύλινο καφάσι ,
στο κατώφλι του στεκόσουν εσύ ,
ήταν κατάλευκο το κοχύλι ,
ένα το κοχύλι ,
κι εσύ Ψάρι , Ψαράκι μου ,
σταθερά με καταλαβαίνεις .
Πόσο πιο όμορφο είναι το να οφείλεις.
Το να οφείλεις να δώσεις .
Τότε κι αν δεν έχεις βρίσκεις .
Σκύβεις μέσα σου κι ανασκάβεις
κι όλο κάτι βρίσκεις για να δώσεις .
Έτσι μόνο κι επειδή
σού ζήτησαν να δώσεις .
Τον έλεγαν Ιγκυ κι ήταν ιγκουάνα ,
τύπος γεννημένος ελεύθερος ,
μια σαύρα θα έλεγες
αν δεν ήξερες τον Ίγκυ.
Ναι , ήταν ιγκουάνα ,
αλλά γεννημένος ελεύθερος .
Πήδηξε μια μέρα σ' ένα δέντρο
κι ύστερα δεν ξαναγύρισε .
"Νύχτα τής Ιγκουάνα" η περασμένη ,
κι ο Τενεσσή Ουίλιαμς μία ομίχλη
πάνω από τον Μισσισίπη .
Πανέμορφες σαύρες , αγριωπές ,
σεργιάνησαν απόψε σ΄ένα όνειρο μου .
Ώρα 3 και 15 κι ένας ιδρώτας ποτάμι ,
να μη μιλάς , να μη σωπαίνεις ,
να μην αναθυμάσαι .
Χορός στροβιλιζόμενων δερβίσηδων,
ο Haram κι ο Hakim με μάτια κάρβουνα
κοιτούσαν κι όλο ρωτούσαν
πότε θα σβήσει τούτη η θράκα .
Σε θυμάμαι , άλλες με μακριά μαλλιά
και μ' ένα γαλάζιο κοκκαλάκι ,
κι άλλες πάλι σε θυμάμαι με μαλλιά κοντά .
Χείμαρος , κρύσταλλος , λυωμένο χιόνι ,
νερό τρεχούμενο , γάργαρο νερό ,
πέρασαν , πάντα περνούν οι μέρες ,
στημόνι ασταμάτητο
πλέκει διαρκώς ένα υφάδι .
Δαχτυλίδια καπνού ,
φύσηξέ τα να διαλύσουν .
Γραμμές ίσιες και τεθλασμένες ,
μαίανδροι και μια σβάστικα ινδική ,
εσύ κράτα σταθερό το χέρι ,
σχήματα και γράμματα να φτιάχνει.
Γράψε μου το "σ' αγαπώ" περίτεχνα
κι ύστερα γράψτο μου απλά .
Δύο λεξούλες ,
η μια συγκεκομμένη .
Τόσο απλό που είναι ,
φτάνει να κρατάς σπαθί ή μαχαίρι .
"Όταν γράφεις , πνεύματα να μη βάζεις" ,
μα έτσι συνήθισα ,
το χέρι μου από μόνο του γράφει .
"Εσύ το χέρι σου να βαστάς".
Δε μπορώ , το ξεχνάω , αγάπη μου .
"Γράψε μου κάτι, Κωστή"
Μα δε σου έγραψα , καρδιά μου ,
πριν καν ακόμη μάθεις να διαβάζεις ?
"Οι λέξεις θέλω να είναι τυπωμένες σε χαρτί"
"Χειροπιαστές να είναι"
Χειροπιαστή όμως δεν ήσουν ,
το μόνο χειροπιαστό που είχα από σε εσένα
ήταν το σκοτάδι .
Σε λέγαν Αλεξία .
Κερί αναμμένο σ' εκκλησιά ερημική ,
ένα ξωκλήσι στο λόφο ,
στα χέρια μου σπίρτο έγινες ,
ύστερα το άναψες .
Παραμύθι , παραμύθι ,
δώς του μια να αρχινίσει .
Κι αν έτσι σε είχα στην αρχή ,
εσύ το ίδιο είπες πως είχες εμένα ,
σαν παραμύθι .
Κι όλα από τότε πιάσαν να γυρίζουν .
Πήρες να βάζεις γέλιο στη ζωή μου ,
δεν το είχα .
Τα ευχαριστώ λίγα ,
τα παρακαλώ λιγότερα ,
αν ήσουν αψέντι θα σ' έπινα μεμιάς .
Τώρα θα κρατάς και θα διαβάζεις
ετούτα που σού γράφω .
Κείμενο μικρό ,
σε ώρες που η απουσία σου
έμοιαζε με πύρινο καρφί .
Λόγια , λόγια , θα ήταν όλα
αν πίσω τους δεν βρισκόταν η ψυχή μου
να τα στηρίζει.
Φτύσε τα λόγια ,
κράτα την ψυχή μου .
Ο καφές βαρύς ,
πιο βαριά τα τσιγάρα ,
Νοέμβρης σαν τότε που σε γνώρισα
έρχεται πάλι .
"...bu Bahar , bu Bahar..."
"...αυτή την Άνοιξη , αυτή την Άνοιξη..." .