Χίλιες μέρες με ένα G
Φώτα μεγάλα, μικρά τρεμοσβήνουνε.
άχρωμες στάσης λεωφορείων, και λόγια ανείπωτα.
Φράγματα υψώνουν, μπαζώνουν στιγμές .
Το ψέμα ποτίζει ανάγκες, όνειρα, και ύστερα;
Τίποτα!
Μείνε να δεις που δεν χωράς,
φύγε αν θες, μα που θα πας;
Παλιές αναμνήσεις, ριζώνουν καλά στο χώμα τις μνήμης.
(θερίζεις φυτρώνουν χωρίς να τις σπείρεις )
σαν δω τους θεούς, ματιές στα κλεφτά,
μαράζι βαρύ, χαρές πουθενά.
Σε ψάχνει ο χάρος,
Του κρύβεσαι εσύ .
Δαμάζει τα χρόνια, κουράζει πολύ.
Τον κοιτάζεις καλά, και ουρλιάζουν φωνές.
Σε έθαψαν βαθιά, το ξέρω !
Μην κλαις .
Κελάηδα καλά, μην πάψεις ποτέ,
Και άσε το σώμα να λιώνει, κουτέ.
Φύλα την ψυχή σου, βαστά γέρα,
Αυτή θα ζήσει παντοτινά .
Μέρες πολλές, άγχος βαρύ.
Λείπεις εσύ λείπει η ζωή.
Του δέντρου μας δες !
Θροΐζουν ξανά τα φύλλα, στου άνεμου την ρότα.
Και εσένα που μορφές ξένες, σε φέρανε κοντά μας.
Δεν στέριωσες .
Τόπος σκληρός, μα τον είδες !
Με σώμα τρεμάμενο, και σάρκες λειψές,
Χορεύεις τις νύχτες .
Ανοιχτές πληγές , αντιφεγγίζουν στα μάτια σου.
Θα ζήσεις;
Το ξέρεις δεν έχεις ελπίδες .
Νέκρα πεφταστέρια, γελούν εκεί ψιλά με τα λόγια που είπες.
Πατέρα που είσαι ;
Με φυλάνε καλά αυτοί που έλεγες αλήτες !