Το Στέκι των Κιθαρωδών
Καλλιτεχνικές μας δημιουργίες => Δικοί μας στίχοι και ποιήματα => Μήνυμα ξεκίνησε από: kuiper στις 02/08/08, 19:37
-
Πρόχειρα Νυχτερινά.
( Ερωτικά, πικάντικα, δραματικά)
Πολυκατοικία.
Γυρίζει η νύχτα κι’ εγώ ακόμα προσπαθώ
στο κινητό μου να της γράψω σ’ αγαπώ
της πολυκατοικίας την οχλοβοή πως να αντέξω
δεν το μπορώ να κοιμηθώ να ονειρευτώ
στης φαντασίας μου τον κόσμο να την παίξω.
Στο ισόγειο μαθαίνει ο Νίκος τουμπελέκι
κι’ ο Δίας το σκυλί με το δικό του αστροπελέκι
από φιστίκια ξέμεινα κι’ από ουίσκι
κι’ αυτή για ένα sms χρόνο δε βρίσκει.
Στις τρεις φεύγει’ ο Μανώλης του δευτέρου για δουλειά
στο νιόπαντρο ζευγάρι κάνουν πάρτι τα φιλιά
να κλείσω μάτι απ’ τη βαβούρα δεν μπορώ
κι’ ανησυχώ, το κινητό της βρίσκω πάντοτε κλειστό.
Στο διπλανό σπάζει ποτήρια η Ελένη
χαράζει’ η μέρα κι’ είναι ακόμα μεθυσμένη
και προσπαθώ πρωί πρωί να κοιμηθώ να ονειρευτώ
έστω για λίγο στα φιλιά της να βρεθώ.
Στης πολυκατοικίας μου τη χάβρα ξημερώνει
κι’ η σαραντάρα η Γωγώ απ’ το απέναντι μπαλκόνι
κερνάω καφέ μου λέει όλο νάζι
και το ξεκούμπωτο μπλουζάκι της δήθεν ταιριάζει.
Μα το τηλέφωνο χτυπάει
τους λιγοστούς που ξέμειναν ξυπνάει
γέμισε η οθόνη με φιλιά
τέρμα τα χάπια και η φραπελιά.
-
Φίλε μου Justin, αφού γέμισε η οθόνη με φιλιά, θα χειροκροτήσω 2 φορές το ποίημά σου.
-
Γιάννη καλημέρα !
Όπως πάντα φρέσκος και όμορφος !
Περιγράφεις όμορφα και παραστατικά την καθημερινότητα μας !
Γιάννη να ΄σαι πάντα καλά για να απολαμβάνουμε τον πανέμορφο ποιητικό σου οίστρο !
-
Παναγιώτη και Γιώργο
Σας ευχαριστώ πολύ
Καλό σας βράδυ
-
Ναυάγιο το λένε όσοι δεν ζουν.
Ναυάγιο το λένε όσοι δε ζουν
όσοι δεν έχουν το κουράγιο ν’ αγαπήσουν
στη μοναξιά τους λένε τι να πουν
δεν έχουν όνειρα μαζί να σεργιανίσουν.
Κι’ όμως βοτάνια έχει η ζωή
το δάκρυ το πικρό σου να μπολιάσεις
ένα χαμόγελο θ’ ανθίσει το πρωί
τον κάβο χωρίς κύμα να περάσεις.
Ναυάγιο το λένε όσοι πονούν
όσοι δεν έχουν στη ψυχή τους την ελπίδα
τις συμπληγάδες κάθε μέρα πως περνούν
δεν έχει τέλος λένε η καταιγίδα.
Κι’ όμως μπορείς και τώρα ν’ αγαπήσεις
από το κόκκινο κρασί που’ χες αφήσει
κάνε τον έρωτα να πιει και να μεθύσει
υπάρχουν στη ζωή οάσεις
με το καράβι της ερήμου να περάσεις
πίκρες και βάσανα στην άμμο να σκορπίσεις.
-
Χαίρομαι φίλε μου Justin, που ένας άνθρωπος σαν και εσένα, απωθεί τους ανθρώπους, από αυτό το είδος μοναξιάς.
Κι αν έχουν όνειρα, ο φόβος, δεν τους αφήνει να τα ζήσουν.
Τι σου είναι να κοιτάς στην μεριά που είναι το ναυάγιο και από τον τρόμο, να σβήνεις την ελπίδα.
-
Ε ναι, αυτό είναι ζωή βυθίσματα και απογειώσεις, αρκεί να έχει κανείς το κουράγιο και την τόλμη να βυθίζεται και ν' απογειώνεται γιατί όπως και να το κάνεις και τα δυο χρειάζονται το μερτικό τους από σθένος ψυχικό.
Γιάννη ;)
-
Pinelopi, συμφωνώ με το ψυχικό σθένος...αλλά οι απογειωτικές καταστάσεις, θέλουν τόλμη, οι προσγειωτικές καταστάσεις, θέλουν αντοχή. 'Οταν πετάμε με τόλμη, την προσγείωση την προκαλεί πάντα κάτι άλλο.
Έαν πετάμε τολμηρά και χωρίς να υπάρξει κάτι άλλο να μας προσγειώσει, απόφασίσουμε εμείς οι ίδιοι με τόλμη να προσγειώσουμε τον εαυτό μας, κάπως αυτό, δεν μου ακούγεται καλά.
Γιατί να τολμάμε να προσγειώνουμε τον εαυτό μας, τη στιγμή που νιώθουμε πανέμορφα και δεν μας εμποδίζει κάτι άλλο ?? Σα να παίζει κάποιος ένα άσχημο παιχνίδι με τη ψυχή του μου ακούγεται.
-
Κατά την γνώμη μου τόλμη και αντοχή θέλουν και τα δυο κι αυτό γιατί όλοι ξέρουμε πως μόνιμα απογειωμένος δεν μπορείς να παραμένεις, χρειάζονται και τα φτερά ανάπαυση :) άρα έχουμε την τόλμη να αντέξουμε μια πιθανή ανώμαλη προσγείωση; Άσε που όσο πιο ψηλά πετάς τόσο πιο μεγάλη απόσταση έχεις να διανύσεις κατά την "κάθοδο"...
Τόλμη για να πετάξεις, τόλμη και όταν σκέφτεσαι το "μετά''
Γιατί να τολμάμε να προσγειώνουμε τον εαυτό μας; Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να πεις.
-
Παναγιώτη
Η ελπίδα είναι ισχυρότερη, δεν σβήνει από τον πόνο αρκεί να το θέλεις.
Υπάρχει καλύτερο φάρμακο για να νικήσεις το φόβο και να ταξιδέψεις στο όνειρο από τη δύναμη της ψυχής;
Κατερίνα
Σ’ ευχαριστώ για τα πάντα εύστοχα και καλά σου λόγια.
Έχεις καιρό να μας δώσεις κάτι δικό σου. Το περιμένω.
-
Ένα χαμόγελο.
Ένα χαμόγελο που το’ χα φυλαχτό
στα βάθη της καρδιάς μου που είχε μείνει
στο στέλνω με το σύννεφο που ξέρεις το λευκό
στις νύχτες σου ηλίανθους ν’ αφήνει.
Φάρος να είναι για υφάλους ξερονήσια
στη θάλασσα της σκέψης σου πρίμα πανιά
εν’ αγιοκέρι στης ψυχής σου τα ξωκλήσια
μιας ηλιαχτίδας πινελιά.
Να το μπορούσα τη ζωή να ξελογιάσω
στα ζάρια να την κλέψω μια φορά
όσα μου ξέφυγαν χαμόγελα να πιάσω
στα όνειρά σου να τα στείλω προσφορά.
-
Στη σκιά της σιωπής
( Ξαφνική και παροδική απώλεια της συνείδησης. )
Μέσα στην πέτρα.
Απροσπέλαστα τείχη.
Ατσάλινο όστρακο, κλειδωμένο σκοτάδι.
Αγγελισμός.
Βρυχηθμοί από το θηρίο του πόνου.
Κατάλυση όλων των αισθήσεων.
Λάμψεις θνητές σ’ ένα σύμπαν δίχως εικόνες.
κι’ ο χρόνος απροσδιόριστος, άγνωστος, χάος αβυσσαλέο.
Λογισμός ανύπαρκτος, χαμένος σε άλλη εξωγήινη διάσταση.
Καταποντισμός στον αιθέρα μιας άλλης πραγματικότητας
Ερημητήριο νεκρών πλασμάτων.
Μυθική παραμόρφωση της αλήθειας των πραγμάτων.
Αναταράξεις στο βαθύ τερατώδες βασίλειο της λογικής.
Άγνωστα συναισθήματα μιας άλλης ζωής.
Μέσα στο ανακάτωμα μιας αλλόκοτης ύπαρξης,
η πέτρα σπάει εξαϋλώνεται.
Επανακάμπτει η απούσα ζωή.
Ανάδυση της συνείδησης από τα απύθμενα έγκατα.
Απατηλές μορφές, άυλες υπάρξεις των σκιών της νύχτας
περιγελούν, ονειδίζουν το άχρωμο από φόβο
είδωλο του ραγισμένου καθρέπτη.
Θλίψη μπροστά στη σκιά της σιωπής.
Επίκληση στο Θεό.
-
Μάτια του χτες
Σαν κοιτάζω τα μάτια του χτες
τα μεγάλα μιας θάλασσας κύματα
μοιάζουν της νύχτας παρθένες σκιές
που μου στέλνουν αγάπης μηνύματα.
Ένα δάκρυ αμίλητα λόγια
στα λιμάνια θλιμμένες μορφές
αγέρωχοι φάροι στου χρόνου τα βόλια
τα μινόρε των γλάρων, αναμνήσεις θολές.
Μα είναι τα ίδια του κόσμου στολίδια
που στο βαλς και του τώρα μεθούνε καρδιές
πιο γλυκά σε καινούργια παιχνίδια
οι ριπές τους ανάβουν ακόμα φωτιές.
κι’ αν περάσαν χειμώνες εκείνα υπάρχουν
των ονείρων στενές επαφές
άγονη γραμμή τα καράβια δε θά’ ρθουν
μα εγώ’ χω για φάρο, τα μάτια του χτες.
-
Η Λεμονιά
Μια λεμονιά στη γειτονιά σε χέρσο περιβόλι
να την ποτίσω σκέφτηκα κι’ ας ήταν μέρα σκόλη.
Είχε λεμόνια όμορφα μες στα φυλλώματα της
και ήταν σκέτος πειρασμός με τα καμώματα της.
Έτριψα ένα δυνατά να νιώσω τ’ άρωμα του
μα είχε αέρα μέσα του κρίμα στην ομορφιά του.
Μεταλλαγμένα σκέφτηκα πως ήταν τα φεγγάρια
δεν είναι για το στύψιμο μα ούτε και για χάδια.
Θύμωσα κι’ ετοιμάστηκα το φράχτη να πηδήσω
μα μια που το ξεκίνησα είπα ας την ποτίσω.
Όσο νερό κι’ αν έριχνα στο χώμα της χανόταν
κι’ αν με το χέρι έψαχνα καθ’ όλου δε φαινόταν.
Είχε στη ρίζα ζωγραφιές δυό φίδια που ξαμώνουν
ανάμεσα τους πως να μπω φοβάμαι μη δαγκώνουν.
Μα ένοιωθα και τσιμπήματα στο (μάτι) από σκουπίδια
είχε που λέτε η άτιμη χρυσά δυό δαχτυλίδια.
-
Φίλτατε Justin συγχαρητήρια. Υπέροχα όλα σου τα ποιήματα και τόσο διαφορετικών προσεγγίσεων που δείχνουν μια μεστή προσωπικότητα. Χάρισε μας και άλλα τέτοια κομμάτια της δουλειάς σου. Αξίζουν πολλά...
-
Αγαπητέ φίλε MISTREATED
Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Καλή σου μέρα.
-
Ασπρόμαυρη Φωτογραφία.
Μι’ ασπρόμαυρη φωτογραφία
μούχρωμα του καιρού
στη θολερή θωριά μου ορρωδία
το δάκρυ μου το κάδρο της ραντίζει
ποιος είσαι ξένε με ρωτά
και το χαρτί μου από αλμύρα κιτρινίζει.
Μα είμαι εσύ της λέω που με όνειρα μεθούσες
και τα γοργόφτερα τα χελιδόνια προσπερνούσες
είσαι εγώ , που ένα σου θέλημα στερνό ζητώ
στου χτες τον αραμπά ταξιδευτής
πίσω στο χρόνο να με πας μη τ’ αρνηθείς
Αφού το θες πάμε ξοπίσω ζάλο ζάλο να σου δείξω
τα σφαλιστά τα παραθύρια να σ’ ανοίξω
και δες αυτά που έχτισες που γκρέμισες
τους πόνους τις χαρές που πήρες κι’ έδωσες.
Είναι πρωί γι’ αυτό φοβάσαι
κοντομεσήμερο που φεύγεις και λυπάσαι
γυρίζει ο ήλιος και συ πολεμάς
τα συμπληγάδια περάσματα γκρεμίζεις διαπερνάς
με τη ρομφαία σου χαμόγελα σκοτώνεις
μα και πουλιά απ’ τα κλουβιά τους λευτερώνεις
απόβραδο λαβώθηκες κι’ αφόρμισε η πληγή σου
ένα παράπονο γιατί; Λες μες στη προσευχή σου.
Φωτογραφία μου με πόνεσες να σε ξανοίγω
και το ερμάρι σου ποτέ δε ξανανοίγω
δε θέλω να θυμάμαι
κουράστηκα να σκέφτομαι
ποιος τάχα νά’ μαι.
-
Αλλο ένα πανέμορφο!! Μιά έκπληξη ακόμη. Πάλι μπράβο αξίζει...
-
Υπερβάλεις αγαπητέ MISTREATED. Σ’ ευχαριστώ όμως πολύ για τα πάντα καλά σου λόγια.
Καλή σου νύχτα.
-
Και τι δε θα' κανα
Και τι δε θα 'κανα αν μ' αγαπούσες
με το τραγούδι της ψυχής σου αν με μεθούσες
να 'σουν η μούσα μου κι’ εγώ ο μελωδός σου
στις στροφές της ζωής η επωδός σου.
Και τι δε θα 'δινα
για μια γωνιά στη σκέψη του μυαλού σου
να μαγγανέψω να γευτώ
την αύρα του κορμιού σου.
Να 'σουν απτός αντικατοπτρισμός
στην έρημο του νου μου
να 'σουν εξάντας μπούσουλας
το πολικό αστέρι τ’ ουρανού μου.
Να 'σουνα φάρος οδηγός
και στα ορμίσματα μου
άστραμμα στα σκοτάδια μου
στα νεφελώματα μου.
Και τι δε θα 'δινα
αδήριτος φρουρός της ύπαρξής σου να 'μουν
οι οραματισμοί σου σε μένα να ταιριάζουν
τ’ απόκρυφα σου αισθήματα ν’ αγρεύω
στο μπρίο σου να χάνομαι
με των ματιών σου το εξπρές να ταξιδεύω.
Και τι δε θα 'κανα
μια νύχτα αν ξυπνούσα
κι’ έβρισκα μπογιαντίσματα
χνάρια πως σε φιλούσα.
-
Κύριε Γιάννη, η ποιητική ευχέρεια και η ικανότητά σας είναι εντυπωσιακή,εξαιρετικά και τα δημιουργήματά σας.Φυσικά μόνο "πρόχειρα" δεν είναι. Να μπορούσα τη ζωή να ξελογιάσω,στα ζάρια να την κλέψω μια βραδιά...Τέλειο !!!
-
Αγαπητέ Justin ή Γιάννη (απ'ότι κατάλαβα απο τους άλλους που προφανώς σε γνωρίζουν)
Μην λές ότι υπερβάλω, το 'και τι δεν θα'κανα' είναι ένα ακόμη δείγμα ώριμης δουλειάς και ταλέντου.
Δέξου λοιπόν πάλι απο έναν πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία συγχαρητήρια για αυτά που μας δίνεις και διαβάζουμε.
Συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, το 'έχεις' το άθλημα και αξίζει να το προσπαθήσεις.
-
Αγαπητέ φίλε ipeas
Σ’ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια
θα προτιμούσα τον ενικό όμως.
Αγαπητέ MISTREATED
Κατ’ αρχή να σ’ ευχαριστήσω ξανά. Όσο για την ώριμη δουλειά, αν εννοείς την επεξεργασία των στίχων, έχω πει πως είναι συνήθως γραμμένοι πάνω στο χαρτί απ’ τα τσιγάρα μου που καμιά φορά τα πετάω.
Όσα όμως μου αρέσουν τα μεταφέρω στον υπολογιστή μου και εκεί όταν έχω κέφι γίνεται και κάποια επεξεργασία.
Τώρα για την ηλικία, μάλλον έπεσες έξω, εγώ είμαι πιο μεγάλος μάλιστα παλιότερα με το ψευδώνυμο παππούς έγραφα. Έχω σκαρφαλώσει που λες πριν λίγο καιρό στα δεύτερα ...ήντα οι παλιότεροι στο κιθάρα το γνωρίζουν, γνωρίζω δε και πολλούς – πολλές προσωπικά.
Και μια που ο λόγος για τον παππού ας τον σατιρίσουμε λίγο, να τον πάμε δηλαδή πιο μπροστά εκεί που σε άλλους σύντομα, σε άλλους πιο αργά το κρεβάτι θα σταματήσει να στενάζει και θα είναι μόνο για τον ύπνο.
Καλή σας νύχτα
Γιάννης
-
Ο Παππούς
Δυό ποτηράκια ήπιε ο παππούς
το μάτι του γυαλίζει
λουκούμι βλέπει τη γιαγιά
κι’ όλο την τριγυρίζει.
Μα κι’ η γιαγιά ναζιάρικα
μωρό μου τον φωνάζει
με μάτια όλο τσαχπινιά
σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Τώρα είναι της υπομονής
και η γιαγιά το ξέρει
με χάδια και γλυκόλογα
θέλει δροσιά να φέρει.
Όμως τα μπαρουτάσκαγα
τελειώσανε και πάνε
τα χρόνια εκείνα τα παλιά
με χάδια δε γυρνάνε.
Μα εκείνη ξέρει από παλιά
το σχέδιο γνωρίζει
να φέρει αποτέλεσμα
δράση αποφασίζει.
Κι’ ήρθε η άνοιξη ξανά
σταμάτησε να βρέχει
το ρόδο κι’ αν μαράθηκε
τη μυρωδιά την έχει.
-
Αγαπητέ Justin, ευχαριστώ για την απάντηση σου. Οντως είσαι μεγαλύτερος απο μένα αλλά όχι πολύ, ο τρόπος που γράφεις θα έλεγα με παρέσυρε γιατί είναι νεανικός και φρέσκος. Είμαι καινούριος στην παρέα σας και δεν ήξερα την ιστορία σου μέσα σ'αυτήν, αλλά και πάλι δεν αλλάζω γνώμη μ'αρέσουν αυτά που διαβάζω.
Για την Γιάννη Κιθάρα,
Φυσικά και έχεις το δικαίωμα της γνώμης σου και σωστά κριτικάρεις κάτι που σ'ενοχλεί, μην ξεχνάς όμως ότι κανένας απο αυτούς που γράφουν (έτσι τουλάχιστον πιστεύω) δεν προσπαθεί να κλέψει τις δάφνες του Ελύτη ή
του Σεφέρη. Απλά όπως αναφέρει και ο Justin κάνει το κέφι του και γράφει πίσω απ'το πακέτο των τσιγάρων του.
Παρεπιπτόντως, πολλοί στίχοι μεγάλων Ελληνικών επιτυχιών έχουν γραφτεί με τον ίδιο τρόπο.
-
Αγαπητέ φίλε ( Γιάννης ο Κιθάρας )
Σ’ ευχαριστώ που έκανες τον κόπο να διαβάσεις τα στιχάκια μου και να τα βαθμολογήσεις. Και αυτό είναι δικαίωμα σου και βέβαια σεβαστή η γνώμη σου.
Όμως θέλω να ξέρεις πως δε με νοιάζει καθόλου μα καθόλου εάν αυτά που γράφω, ότι γράφω τέλος πάντων είναι κάτω του μετρίου ή αγγίζουν την μετριότητα όπως λες, εάν αυτός που τα σχολιάζει είναι υπερόπτης ή ότι άλλο, εγώ το κέφι μου κάνω.
Παλιότερα που εσύ ενδεχομένως να μην είχες γεννηθεί ακόμα πολλά τραγούδια μου σιγοτραγουδούσαν στα ταβερνάκια της γειτονιάς, όμως αυτά τα έχω ξεχάσει ή μάλλον προσπαθώ να τα ξεχάσω αφού υπάρχει κάποιος λόγος μη ανακοινώσιμος εδώ. Αυτό το ξέρουν πολύ λίγοι εδώ στο κιθάρα.
Αγαπητέ φίλε αν γράφεις στιχάκια θα περιμένω να διαβάσω κάτι δικό σου.
Καλή τύχη και σε σένα.
-
Λευκό μου Περιστέρι
Ήρθες κι’ απόψε στου χειμώνα μου το βράδυ
μες στου μυαλού την παραζάλη
και ξύπνησες της μνήμης το σκοτάδι.
πίσω στο χρόνο ψάχνω να σε βρω
εκεί στο πρώτο σ’ αγαπώ
πόσο μου λείπεις θέλω να σου πω.
Μπες στο ποτήρι μου γλυκιά μου μέθυσε με
μια στάλα όνειρο κι’ απόψε κέρασε με,
τα μάτια σου να ξαναδώ
για σένα γράφω και τραγουδώ.
Ένα χαμόγελο μονάχα χάρισε μου
κι’ αυτή τη νύχτα μίλησε μου
πως δε με ξέχασες σημάδι να μ’ αφήσεις
την πόρτα της καρδιάς σου μη μου κλείσεις.
Μιά στάλα ήλιο απ’ τα μάτια σου να νιώσω
τα χιόνια που με γέμισαν να λιώσω.
Mε πόνο τ’ όνομα σου λέω
λευκό μου περιστέρι για σένα κλαίω.
-
Δεν ξέρω από μετριότητες και τελειότητες εγώ, ξέρω μονάχα αν κάτι αγγίζει εμένα και έχεις τον τρόπο Γιάννη να "μιλάς" σε μένα. Τα υπόλοιπα σχόλια τα αφήνω για τους "γνώστες" του είδους, δε με αφορούν.
-
Κατερίνα
Εγώ γράφω τις περισσότερες φορές για εκείνη ( τη ζωή δηλαδή ) και αυτή το ξέρει, έχει τη δύναμη να διαβάζει τις σκέψεις μου και μέσα από μετριότητες. Κι’ αυτό μου φτάνει.
Καλή σου νύχτα.
-
Ναι Παππού μου, έχεις απόλυτο δίκιο, έτσι είναι όπως τα λες.
Χαλάω εγώ χατίρι.
-
Της τύχης τα γραμμένα.
Μες στης ζωής τα ταξιδέματα
στο κόσμο μπαλ μασκέ που ζούμε
για της ζαριάς τα μάτια, στα ονειρέματα
εξάρες να ’ρθουν μια φορά όλοι ποθούμε.
Χιμαιροκυνηγήματα, μα η ελπίδα δεν πεθαίνει
ας παίξω μια φορά ακόμα λες
το χαρτζιλίκι το στερνό που μ’ απομένει
μα πάλι ντόρτια και διπλές.
Τα μαύρα μάτια τους που όλοι ερωτευτήκαμε
κι’ αγγίξαμε κάποια στιγμή την αύρα τους που λένε
κι’ αν τσιμπιτά τις παίξαμε και τάματα τους ρίξαμε
παιχνίδι κάνει η ζωή αυτές δε φταίνε.
Μα κι’ αν η τύχη μια απρόσμενη στιγμή
με τα φιλιά της τα μελένια σε κεράσει
θα ’ρθει ο χρόνος να σου πει
τέλειωσες έχεις χάσει.
-
Πήρε κι' απόψε να βραδιάζει.
Πήρε κι’ απόψε να βραδιάζει
άλλη μια χάντρα της ζωής
ο χρόνος αρπάζει.
Τι κι’ αν έχτισες κάστρα παλάτια
με συμπόνια σε βλέπουν
τα δυο της τα μάτια.
Το ταξίδι της μέρας τελειώνει
τη σκιά της η νύχτα απλώνει
κλωστή κόκκινη στα παραμύθια
ρυτίδες που λες δεν ειν’ αλήθεια.
Της καρδιάς σου το δάκρυ
με πόνο κυλάει
βερεσέ το φιλί
ποιος πουλάει;
Τι κι’ αν ψάχνεις παλιές
στις ιστορίες που λες
να βρεις συντροφιές
ένα ταξίδι
που τώρα δραχμή δεν αξίζει.
Από το κάδρο το μικρό
το παρελθόν σε κοιτά
με βλέμμα πικρό
δε σε γνωρίζω του λες
κι’ ας είσαι εσύ
στα λουλούδια του χτες.
Το ταξίδι της μέρας τελειώνει
στο σταθμό η ανάμνηση μόνη
σταγόνες βροχής τελευταία αχτίδα
στα καινούργια φεγγάρια
υπάρχει ελπίδα;
-
Όνειρο απατηλό.
Μου έστειλες κι’ απόψε τα φιλιά σου
μα πως χαρά μου να στο πω
πως να βρεθώ στην αγκαλιά σου
που ξέχασα καρδιά μου ν’ αγαπώ.
Με κέρασες γλυκιά μου ένα τσιγάρο
μεσ’ απ’ τη καύτρα του να ζεσταθώ
στο δάκρυ του κορμιού σου να σερφάρω
στο μούχρωμα του φθινοπώρου να σταθώ.
Μου άναψες ψυχή μου ένα τσιγάρο
στα συννεφάκια που φυσάω να βρεθώ
το ψέμα της ζωής να κάψω να φουμάρω
αμαχητί να μη παραδοθώ.
Πως να χαϊδέψω ομορφιά μου τα μαλλιά σου
φθινόπωρο κι’ εγώ μελαγχολώ
όσο ζεστή κι’ αν είναι η αγκαλιά σου
στα όνειρα σου θα’ μαι, όνειρο απατηλό.
-
Είναι γλυκό να σ' αγαπούν.
Πολύ γλυκιά’ ναι η ζωή
τι κι’ αν περάσαν χρόνια
σου εύχονται χρόνια πολλά
τι κι’ αν δε ζεις αιώνια.
Όταν σου λένε σ’ αγαπώ
με μάτια που δακρύζουν
και το φιλί πολύ ζεστό
μ’ αγάπη όταν χαρίζουν.
Όταν το χάδι στα μαλλιά
είναι σαν ηλιαχτίδα
και της καρδιάς η άνοιξη
γεμάτη από ελπίδα.
Όταν το φως τη χαραυγής
γεμίζει την ψυχή σου
στην αγκαλιά σου όταν κρατάς
την ίδια τη ζωή σου.
Τι πιο γλυκό να σ’ αγαπούν
και να πονούν για σένα
και μάτια απ’ την πολύ χαρά
να είναι δακρυσμένα.
Τι πιο γλυκό και όμορφο
λουλούδια να σου δίνουν
και της καρδιάς τους τ’ άρωμα
φεύγοντας να σ’ αφήνουν.
Πολύ γλυκιά’ ναι η ζωή
όταν ζωή δωρίζεις
κι’ από τα μάτια σου το φως
του ήλιου όταν χαρίζεις.
-
Αγαπητέ Justin, η δουλειά σου αγγίζει κάθε άνθρωπο με ευαισθησίες και όχι μόνο. Ξανά και ξανά μπράβο σου
αξίζουν όλα όσα γράφεις.
-
Αγαπητέ μου φίλε Γιάννη
Σ’ ευχαριστώ που διαβάζεις τα στιχάκια μου και που σ’ αρέσουν όπως λες.
Σου αφιερώνω το επόμενο και σου εύχομαι καλό φθινόπωρο.
-
Ώχρινα Φύλλα
Του φθινοπώρου το δάκρυ
από τα όνειρα κάποιας ελπίδας κυλά
στο χρόνο που φεύγει
για μια αδικία θαρρείς του μιλά.
Ώχρινα φύλλα
πέφτουν στην άδεια φωλιά
το τρένο μες στους καπνούς του σφυρίζει
μελαγχολίας μουντή πινελιά.
Της Κυριακής τα θλιμμένα φεγγάρια
νοσταλγικές ματιές τα θωρούν
το άδειο ποτήρι στα χέρια που σπάει
οι χαρακιές του βαθιές που πονούν.
Βαριά ομιχλώδη ανάσα
φυλλορροούν αναμνήσεις θολές
δάκρυ πικρό σ’ έναν κύκλο που κλείνει
αλήθεια ή ψέμα, ποια σημασία κι’ αν κλαις.
-
Αγαπητέ φίλε Γιάννη, σ'ευχαριστώ για το υπέροχο φθινοπωρινό , νοσταλγικό ποίημα. Αντεύχομαι για ένα καλό μήνα και φθινόπωρο.
-
Σιβυλλικό ταξίδι.
Βραδιάζει και μελαγχολώ
μα μ’ όνειρα μεθάω,
σε ηλεκτρικά κυκλώματα
ζωή σε σεργιανάω.
Να σε κλειδώσω σ’ ένα τσιπ
εκδίκηση να πάρω,
στων αντιθέσεων τον κόσμο μου
σερφάρω.
Θωρώ πολύχρωμες σελίδες
με καυτό χαλάζι,
η πασχαλίτσα με μι’ αράχνη
όλο φιλιά και νάζι.
Μελίρρυτα προγράμματα
με τους ιούς φιλιούνται
κι’ οι ξόβεργες που έστησα
με κρίνους ν’ αγαπιούνται.
Μα το ταξίδι το πρωί
χιμαιροκυνηγήματα
στρεψόδικη είναι η ζωή
κι’ ας τρέχει σε ποιήματα.
Μα εγώ της λέω σ’ αγαπώ
αξίζει δεν αξίζει
ζάπινγκ στα ονειρέματα
σιβυλλικό ταξίδι.
-
Νόστος.
Με το δισάκι φορτωμένο αναμνήσεις
ηλιόγερμα κι’ οδοιπορώ
νόστος στο τέλος της στροφής
με συγκινήσεις.
Στις αλάνες του χωριού μου και στ’ αλώνια
έστω για λίγο να βρεθώ
να κοιμηθώ να ονειρευτώ
το ξεχασμένο σ’ αγαπώ στα χρόνια.
Μα στη πλατεία βρήκα τη μικρή
χαλάσματα χειμώνες
και στης καρδιάς τα σύδεντρα
χιμήξανε τυφώνες.
Οι ακακίες γέρικες δόξες παλιές
φυλλορροούν και γέρνουν
τα κρινομέταξα φιλιά
κι’ αυτά μαζί τους φεύγουν.
Καρδιές χαρακιές, λόγια αγάπης
στους κορμούς τους γραμμένα
με τη σφραγίδα των αγγέλων
μυστικά κλειδωμένα.
Αποκαθηλωμένα αισθήματα
το στήθος μου σπαράζουν
στάλα τη στάλα της ψυχής
τα δάκρυα αδειάζουν.
Ξεθωριασμένες άραχλες
οι παιδικές εικόνες
αλάνες αηδονοφωλιές
άτρωτοι παγετώνες.
Ανθοφορούσα άνοιξη
της νιότης μου μικρή πλατεία
στερνό για πάντα ανάβλεμμα
γλυκιά μου αρχόντισσα κυρία.
-
Θα είμαι κοντά σου.
Σ’ ακούω πάλι να μου λες
πως πέρασαν τα χρόνια
κι’ οι ομορφιές της άνοιξης
φύγαν τα χελιδόνια.
Τι κι’ αν περάσαν όμως οι εποχές
διώξε βροχή και συννεφιές
γύρνα στα δεκαοκτώ σου
και το παιχνίδι της ζωής
είναι πάλι δικό σου.
Απ’ της αγάπης το κρασί
πού’ χες αφήσει
κάνε τον έρωτα να πιει
και να μεθύσει
να χτυπήσει όπως πρώτα η καρδιά σου
βάψε ξανά τα φιλιά σου.
Στα μαλλιά σου τα γκρίζα
βάλε στολίδια
χάδια στον άνεμο δώστα παιχνίδια
κι’ εγώ θα’ μαι πάντα κοντά σου
στα καινούργια τα όνειρα σου.
-
Βραδιάζει.
Γράφω και πάλι για καημούς
κάθε καημό και στίχο
κι’ έχω γεμίσει χαρακιές
της λησμονιάς τον τοίχο.
Βραδιάζει κι’ έχω μοναξιά
το όνειρο αδιάβατο γιοφύρι
πικρός καφές μια ρουφηξιά
ψηλά και της ζωής το παραθύρι.
Φωνή δε βγαίνει ν’ ακουστεί
ατσάλινη είναι η φυλακή
κι’ ο χρόνος πλησιάζει
φυσάει αέρας κι’ η ζωή
φυλλορροεί στ’ αγιάζει.
-
Αγαπητέ φίλε Γιάννη,
τι μας έγραψες πάλι,
να βουρκώνουν τα μάτια
στης ζωής τα κομμάτια...
-
Κλείνοντας τα πρόχειρα νυχτερινά....
Συναισθήματα χαράς, πόνου, ψυχική κατάσταση από έντονη ανησυχία. Πολλοί, πολλές από σας, ίσως νιώσατε ή θα νιώσετε στη ζωή σας για κάτι ξεχωριστό, το δώρο της ζωής, το παιδί σας. Για την κόρη μου έγραφα και ξανάγραφα κ’ εγώ τότε, ώρες ατέλειωτες, σ’ όποιο χαρτί έβρισκα μπροστά μου μουτζουρωμένο πολλές φορές από τα δάκρυα μου. Στιχάκια χωρίς καμιά επεξεργασία χωρίς κανόνες ποίησης, στην ανηφόρα, στο ίσιωμα, στην κατηφόρα. Έτσι όπως ζούσα την κάθε στιγμή τις μέρες τα χρόνια.
Το ρόδο μου
( στην κόρη μου)
Τα ρόδα πάντα μ’ άρεσαν, να τα θωρώ ν’ ανθίζουν,
μπουμπούκια εκατόφυλλα, λες τη ψυχή μου αγγίζουν.
Γι’ αυτό μια μέρα φύτεψα, κλωνάρι μες στη γλάστρα,
για να ριζώσει να φανεί, ο ουρανός με τ’ άστρα.
Μες στου Γενάρη το χιονιά, άρχισε να προβάλει,
ένα μικρό τριαντάφυλλο, της άνοιξης γελάει.
Πολύ γλυκό μου όνειρο, αμάραντο λουλούδι,
του φεγγαριού πανσέληνος, των αστεριών τραγούδι.
Μια ηλιαχτίδα πρωινή, της άνοιξης μου χάδι,
χρυσή ελπίδα της ζωής, πολύχρωμο πετράδι.
Ήλιε μη βασιλέψεις σήμερα, μείνε για να γιορτάσεις,
το ρόδο που γεννήθηκε, μ’ αχτίνες να σκεπάσεις.
Μες στις πηγές της θάλασσας, στου αετού τα ύψη,
θα ψάξω να βρω θησαυρούς, τίποτα μη του λείψει.
Άστρα πέστε στα σύννεφα, στο ρόδο μου να τρέξουν,
να ρίξουν δάκρυα δροσιάς, τη ρίζα του να βρέξουν.
Οι μέλισσες του τραγουδούν και νέκταρ το ταΐζουν,
γύρω απ’ τα ροδοπέταλα, μ’ αγάπη τριγυρίζουν.
Τα χελιδόνια που πετούν, δροσοσταλιές του δίνουν,
κι’ από τα φτερουγίσματα, αύρα γλυκιά τ’ αφήνουν.
Χρυσές αχτίδες το πρωί, μ’ αρώματα το πλένουν
και τ’ άλλα τα τριαντάφυλλα, γλυκές ματιές του στέλνουν.
Σαν το χαϊδεύω απαλά, το χώμα να τ’ αλλάξω,
θαρρώ πως μου χαρίσανε, φτερά για να πετάξω.
Και κάθε μέρα που περνά, ομορφαίνει και αλλάζει,
το βλέπω στα ματάκια του, πόσο πολύ μου μοιάζει.
--//--
-
Μέρα τη μέρα γίνεται, όλο και πιο μεγάλο,
πιο όμορφο μου φαίνεται, πως δεν υπάρχει άλλο
Μακριά του όταν βρίσκομαι, παρακαλώ τη φύση,
βροχή να ρίξει από ψηλά, τη γλάστρα να ποτίσει.
Και κάνω όνειρα πολλά, απ’ το πρωί ως το βράδυ,
να του χαρίσει ο θεός, της άνοιξης το χάδι.
Το ρόδο μου μεγάλωσε και γέμισε η γλάστρα
και τ’ άρωμα του σκόρπισε, στον ουρανό και τ’ άστρα.
Το ρόδο μου μεγάλωσε, φύλλα καινούργια βγήκαν
και όμορφα χαμόγελα, σιγά σιγά φανήκαν.
Το ρόδο μου μεγάλωσε και μέστωσαν τα κλώνια,
για να αντέξει το βοριά, που έρχεται με χιόνια.
Το ρόδο μου μεγάλωσε, μα εγώ δεν ησυχάζω,
μη του συμβεί κάποιο κακό, στο νου μου πάντα βάζω.
Μακριά του όταν βρίσκομαι, φοβάμαι μη φυσήξει,
να μη το πιάσει δυνατός, αέρας και το ρίξει.
Φοβάμαι μήπως ξεραθεί, φοβάμαι μη το χάσω,
μη το ξεράνει ο βοριάς, προτού το προφυλάξω.
Φοβάμαι μήπως του συμβεί, κακό και δεν προλάβω,
στον τρυφερό του τον βλαστό, στηρίγματα να βάλω.
Φοβάμαι τους περαστικούς, στη γλάστρα του μη ρίξουν,
φαρμάκι δηλητήριο, τη ρίζα να σαπίσουν.
Φοβάμαι μη το κλέψουνε, μια νύχτα από τη γλάστρα
και σβήσουν απ’ τον ουρανό, παντοτινά τα άστρα.
Όμως θαρρώ πως άλλαξε, δε δίνει σημασία,
στο χώμα που είναι ασκάλιστο, κι’ ας είναι ξηρασία.
Τις κούκλες του δεν παίζει πια, το παιχνιδάκι αλλάζει
κι’ όταν κοντά του βρίσκομαι, αυτό αλλού κοιτάζει.
Κι’ εγώ το βλέπω δεν μπορώ, πως να το πλησιάσω,
δε με αφήνει να χαρώ, ούτε να τ’ αγκαλιάσω.
Περνούν οι μέρες ο καιρός, μα εκείνο δεν αλλάζει
κι’ από τη γλάστρα χάθηκε, το σκέρτσο και το νάζι.
Περνούν οι μέρες ο καιρός και οι χαρές χαθήκαν,
ο ουρανός σκοτείνιασε και σύννεφα φανήκαν.
Όσο περνάει ο καιρός, η ρίζα κι’ αν μεστώνει,
άσκημα πάντα μου μιλά και μίσος φανερώνει.
Όσο περνάει ο καιρός, αντί να λογικεύει,
γίνεται δύστροπο πολύ και αφορμή γυρεύει.
Κουράστηκα πια συνεχώς, νερό να το ποτίζω
και δεν μπορώ να το χαρώ, στο σπίτι σαν γυρίζω.
Βαρέθηκα και δεν μπορώ, τη γλάστρα του να βλέπω,
το όμορφο το ρόδο μου, νομίζω πια δεν έχω.
--//--
-
Εγώ όμως τ’ αγαπώ πολύ, αίμα η καρδιά μου στάζει,
όταν το βλέπω ο δρόμος του, στο πουθενά δεν βγάζει.
Το βλέπω πως δεν νοιάζεται, ακόμα δεν κρυώνει,
όμως χειμώνας έρχεται, με κρύο και με χιόνι.
Νομίζει είναι εύκολο, και έχει την ελπίδα,
να προσπαθήσει μη βραχεί, μέσα στη καταιγίδα.
Πως να μπορέσω να του πω, πως έρχονται τα χιόνια
και πως περνάνε γρήγορα, οι μέρες και τα χρόνια.
Πως να μπορέσω να του πω, στη ζεστασιά να τρέξει,
ο τρυφερός του ο βλαστός, την παγωνιά ν’ αντέξει.
Φίλοι μου λένε θα το δεις, με τον καιρό θ’ αλλάξει,
καινούργια ροδοπέταλα, τ’ αγκάθια θα πετάξει.
Άλλοι μου λένε θα το δεις, με τον καιρό που μπαίνει,
από το δρόμο το στενό, σιγά σιγά θα βγαίνει.
Όλοι τα τριαντάφυλλα, μονάχα τα ποτίζουν
κι’ εκείνα δίνουν τη χαρά και άρωμα σκορπίζουν.
Μα στο δικό μου το μικρό, χρυσάφι έχω δώσει
κι’ αυτό αντί για ευχαριστώ, θέλει να με πληγώσει.
Κουράστηκα να τ’ αγαπώ, συχνά να το ποτίζω
και να του βάζω λίπασμα, νέκταρ να το ταΐζω.
Πολλές φορές το σκέφτομαι, μη το ξαναποτίσω,
να μη του ρίξω λίπασμα, ούτε να το σκαλίσω.
Μα μαραμένο σαν το δω, πάλι με μιας θα τρέξω,
να πάρω πάλι το νερό, τα άνθη του να βρέξω.
Ήθελα να το έβλεπα, ολόκληρο ανθισμένο,
μ’ άλλο μαζί τριαντάφυλλο, ζευγάρι αγαπημένο.
Ζηλεύω άλλους που έχουνε, ρόδα ανθισμένα,
τα χρόνια που κουράστηκαν, είναι πια ξεχασμένα.
Γιατί μεγάλωσαν πολύ, τα ρόδα τους τα άσπρα
και κορφοπούλια βγάλανε και γέμισε η γλάστρα.
Κάθομαι συλλογίζομαι, όταν θα χειμωνιάσει,
ποιος θα σκεφτεί το ρόδο μου, ποιος θα το προφυλάξει.
Να είχα θεέ μου δύναμη, τη νύχτα να φωτίσω,
δρόμο χωρίς κακοτοπιές, στο ρόδο μου ν’ αφήσω.
Να είχα θεέ μου δύναμη, πριν πέσει να προλάβω,
στον δρόμο τον ανώμαλο, στηρίγματα να βάλω.
Έτσι το θέλησε η ζωή, να βρίσκομαι μακριά του
και τρόπο δεν μπορώ να βρω, να γίνω η σκιά του.
Τώρα που είναι μακριά, στη σκέψη μου το φέρνω,
στα όνειρά μου του μιλώ, να είναι ευτυχισμένο.
Στα όνειρα μου του μιλώ, του λέω να προσέχει,
μέσα στα ροδοπέταλα, την Παναγιά να έχει.
-
Στα όνειρα μου του μιλώ, το δρόμο να κοιτάξει,
πριν τον περάσει μη τυχόν, σε πέτρα και σκοντάψει.
Θεέ μου παντοδύναμε, που όλο τον κόσμο βλέπεις
και το μικρό το ρόδο μου, ζητώ σου να προσέχεις.
Θεέ μου που είσαι εκεί ψηλά, το ρόδο μου να βλέπεις,
σε κάθε του κακοτοπιά, εσύ να το προσέχεις.
Να είναι ο δρόμος του άνοιξη, χωρίς βροχές και μπόρα,
να το φυλάς παντοτινά, κάθε λεπτό και ώρα.
Θεέ μου πόσο τ’ αγαπώ, εσύ μόνο το ξέρεις,
είναι για μένα η ζωή, κοντά μου να το φέρεις.
Ήθελα να’ ξερα πολύ, όταν τη γη θ’ αφήσω,
στα όνειρα του άραγε, μπορώ να του μιλήσω;
Στα όνειρά του ν’ άρχομαι, κουράγιο για να παίρνει
και στο χειμώνα της ζωής, απανεμιά να φέρνει.
Τώρα μονάχα εύχομαι, όταν θα έρθει η ώρα,
να γίνει ο δρόμος του άνοιξη, χωρίς βροχές και μπόρα.
Τότε ν’ αφήσει δίπλα του, τριαντάφυλλο άλλο να’ ρθει,
να γίνουν ταίρι αγαπητό απ’ της καρδιάς τα βάθη.
Να λαχταρά όσο ποτέ, την άνοιξη που μπαίνει,
να δει μέσα απ’ τη γλάστρα του, βλαστάρι ν’ ανεβαίνει.
Ήρθε ο χρόνος κι’ έφερε, ρόδο μες στη φωλιά του
και με το δώρο της ζωής, γέμισε’ η αγκαλιά του.
Τώρα πιστεύω φύγανε, τ’ αγκάθια τα μεγάλα
κι’ από τα ροδοπέταλα, στάζει μονάχα γάλα.
Η αγωνία κι’ ο καημός, σ’ εκείνο πήγαν τώρα,
μη κακοπέσει το μικρό, απ’ τη κακιά την ώρα.
Όλο με χάδια και φιλιά, το χώμα του αλλάζει
και με τα φύλλα της καρδιάς, το ρόδο του σκεπάζει.
Ακόμα και το αίμα του, αν χρειαστεί θα δώσει,
θα πολεμήσει με στρατό, το ρόδο του να σώσει.
Κι’ εγώ θα βλέπω από ψηλά, το ρόδο το γλυκό μου,
στ’ αστέρια και στον ουρανό, θα λέω είναι δικό μου.
Κι’ όσο θα μεγαλώνει αυτό κι’ η γλάστρα θα γεμίσει,
θα μαραθεί θα ξεραθεί, τη γη να του αφήσει.
Κι’ όταν θ’ ανέβει από τη γη, στου ουρανού τα ύψη,
που ίσως να’ ναι όμορφα, χωρίς πόνους και θλίψη.
Θα τ’ αγκαλιάσω να του πω, στη γη για κείνο ζούσα,
ακόμα κι’ απ’ τ’ αγκάθια του, τσιμπήματα ξεχνούσα.
Θα τ’ αγκαλιάσω να του πω, πως τ’ αγαπώ ακόμα
κι’ ας μου’ χε κάνει εκεί στη γη πολλές πληγές στο σώμα..