Θυμάμαι πόσα όνειρα και σκέψεις
είχα κάνει,
-τότε που ήμουν ναυτικός και γύριζα
τον κόσμο-
μέσα στη καμπίνα μου κοιτώντας
το ταβάνι
και τη γλαστρούλα απέναντι,με το
μικρούλη δυόσμο.
Θυμάμαι τις ατέλειωτες,ώρες
της μοναξιάς μου.
Το όμορφο νανούρισμα απ`τη γλυκιά
μπαλάντζα,
και τη μονότονη βουή της μηχανής
στ`αυτιά μου.
Το καρδιοχτύπι το ζεστό όταν ερχόταν
λάντζα.
Θυμάμαι όταν πλησίαζε το πλοίο
σε λιμάνι,
πως τό`παιρνε είδηση η καρδιά κι άλλαζε
ρυθμό,
κι ευθείς το άτιμο μυαλό,ξεκίναγε
να φτιάνει,
απίστευτα σενάρια,δίχως
τελειωμό.