α Σ’ ένα γαλάζιο του Ιούλη σκηνικό η ζέστη γίνεται θηλιά που σφίγγει ο τζίτζικας με ύφος κυνικό αιώνια κοροϊδεύει το μυρμήγκι β Το πέλαγος αρχαίο ελληνικό σε λήθαργο βαθύ ο Ποσειδώνας το κύμα στην ακτή ασθενικό άπιαστο όνειρο φαντάζει ο χειμώνας γ Τα νέφη μάγισσες σε κρίση πανικού πετάνε βιαστικά προς τη σελήνη η φήμη καύματος τα διώχνει κυνικού ή της Αρτέμιδος τα έλκει η σαγήνη; δ Χαράματα ανατέλλει το αστέρι του Κυνός το πιο λαμπρό που Σείριο αλλιώς το λένε ο πόθος για δροσιά στα πλάσματα κοινός καθώς τα βράχια αρπάζουνε φωτιά και καίνε ε Αφόρητο του Ιούλη είναι το κάμα βράζει ο τόπος σαν τεράστιο μαγκάλι οι πέτρες και το χώμα ένα κράμα και πού να βρει κανείς μια σκιερή αγγάλη ; ζ Οι ακτίνες φωτεινή βροχή πυκνή ασφυκτική σε κάθε ανάσα η αύρα κάτω απ’ το βράχο αναπαύεται οκνή παραλλαγμένη στη σκιά μια σαύρα η Τα πάντα ακινητούν υπό τον ήλιο ατάραχα κοιμούνται τα παράλια θα έδινα – αν είχα - ένα βασίλειο να κράταγα στο χέρι μια βεντάλια θ Βράζει ολόκληρος τριγύρω μου ο πόντος πανύψηλο το δέντρο δέκα μέτρα όμως ο ίσκιος που προσφέρει ούτε πόντος καθώς ζαρώνω καθιστός σε μία πέτρα ι Την ώρα που το κυνικό με λιώνει καύμα θα είναι –το ξέρω- πιο αφόρητο το βράδυ προσεύχομαι να γίνει κάποιο θαύμα λίγη δροσιά στο σώμα, στην ψυχή ένα χάδι κ Προβάλλει στο στερέωμα ο Μέγας Κύων και κοκκινίζει το τοπίο της αυγής μου λείπει η δροσιά χειλιών οικείων λίγη ανυπόκριτη αγάπη και αμιγής |