Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου BlogThis!Μοιραστείτε το στο TwitterΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
σε ενα καδο σκουπιδιων γεματο σακουλες
φαγητο μεσα ψαχνουν πεινασμενες γριουλες
μεταναστες και αλητες καθε νυχτα τον ζωνουν
κατι παντοτε βρισκουν κι απ την πεινα γλυτωνουν
καποτε ηταν σκασμενος απ τα βαρη των αλλων
που πετουσαν σε κεινον και τον γιομιζαν βρωμα
και ενα πλακωμα ειχε που ντροπη ηταν μαλλον
ζωντανος και αν φαινοταν αυτος ενιωθε πτωμα
παει καιρος που χε μπλεξει μεσα σε φασαριες
τοτε που καθε μερα γινονταν απεργιες
κοντεψε να πεθανει μεσα στα δακρυγονα
και αυτος να πληρωνει αλλονων τον αγωνα
του πεταγανε πετρες και μολοτοφ τον καψαν
και οι σακουλες που ειχε σαν λαμπαδα αναψαν
μα τις ροδες που εχει κανεις δεν προσεχει
και ξεσπαει και ουρλιαζωντας αρχιζει να τρεχει
με απιστευτη φορα οποιον βρησκει παταει
και οπως αναπηδαει τα σκουπιδια πεταει
και αφου τρεχει για ωρες σταματαει ιδρωμενος
ειναι αδειος και νωθει τοσο ξαλαφρωμενος
μα οπως στεκεται εκει στης πλατειας την ακρη
καποια βηματα ακουει και τον καιει ενα δακρυ
ειναι μια γριουλα που δεν βρισκει να φαει
κι αντοχη πια δεν εχει παρακατω να παει
αχ μακαρι να ηταν γιοματος σακουλες
ναβρουν κατι να φανε οποιες ερθουν γριουλες
Α.Π.