Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Μηνύματα - Γιώργος Κόκκινος

Σελίδες: [1]
1
xixi, είπα να το βάλω κι εδώ μπας και δούμε Θεού πρόσωπο και μια άσπρη μέρα....;) Ξέρετε εσείς που με γνωρίζετε!!

2
"ΥΠΕΡΒΟΛΕΣ"


Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα τον ήλιο
Βάλθηκε η ψυχή μου, τη δική σου να’χει φίλο
Γέλασες και λάτρεψα, των χειλιών φιλί
Διώξε με αν θέλεις, μα σε αγαπώ πολύ

Επέστρεψα, επέστρεψα, δεν είμαι πια εδώ
Ζήλεψα τα χάδια σου και ήρθα να σε βρω
Ήξερα, ήξερα, πως κρύβεις μυστικό
Θέριεψε η αγάπη μου, να πάρει μερτικό

Ίριδας τα χρώματα, παίζουν στα μαλλιά σου
Και χορεύουν πάνω, στα μαβιά τα βλέφαρά σου
Λάμπουνε τα μάτια σου, στων αστεριών το φως
Μύρισε απο έρωτα, του πάθους ο χορός

Νιότη μου, νιότη μου, μου’δωσες φτερά
Ξεκινώ απόψε και πετώ σε μι’αγκαλιά
Όνειρο, όνειρό μου, τόσο λαμπερό
Πήρες την καρδιά μου, μη μ’αφήσεις μοναχό

Ρώτησες, τα χείλη μου, αν νοιάζονται για σένα
Σου’δωσα φιλιά και τα μετρούσες ένα, ένα
Τάξε μου για σήμερα, τ’αστέρια που αγγίζω
Ύψωσε τα χέρια σου και παρ’τα, στα χαρίζω

Φυλακτό, φυλακτό, να τα’χεις μες στα στήθια
Χάδια κι όλα τα φιλιά, να γίνουνε στολίδια
Ψέματα, ψέματα, μονάχα μη μου λες
Ώρες, ώρες σκέφτομαι πως είναι υπερβολές.

Δημιουργός: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Δημοσίευση: 16/3/2006

3
Αγαπητή μου φίλη, προτιμώ να μην αλλάξω τίποτα!! Ευχαριστώ για τις προτάσεις και τη γνώμη σου, αλλά κάθε λέξη που βάζω στα ποιήματά μου έχει τοποθετηθεί με τρόπο τέτοιο που να μην μπορεί να αντικασταθεί με άλλη λέξη!! Να είσαι καλά!!

4
Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ
ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ


Μία ημέρα σαν κι αυτή
μια όμορφη κοπέλα
μικρή στα νιάτα ήτανε
με μία ρόζ κορδέλα.

Και είχε μπούκλες τα μαλλιά
ξανθά σαν το μετάξι
κυπαρισσένιο το κορμί
τη ζήλευε όλη η πλάση.

Μ’ενα ρακούν για συντροφιά
ταξίδευε τον κόσμο
μα είχε αγάπη στην καρδιά
και γνώριζε τον πόνο.

Ήθελε πράγματα να δεί
ανθρώπους να γνωρίσει
και να γευτεί τον έρωτα
πριν η ζωή να σβήσει.

Ο δρόμος της, την έβγαλε
στη χώρα των ποιημάτων
στου βασιλέα Πίνδαρου
το κάστρο των θαυμάτων.

Μα δυο ιππότες στην αυλή
της έκοψαν τον δρόμο
της ζήτησαν ταυτότητα
να μπεί σ’αυτόν τον κόσμο.

Και αίνιγμα της βάλανε
σωστά να απαντήσει
ο πιο σπουδαίος ποιητής
ποιός είναι, πρίν να δύσει.

Καιρό λοιπόν δεν έχασε
σωστά για να μαντέψει
και απάντησε «ο Πίνδαρος»
αυτός έχει διαπρέψει.

Πήρε το διαβατήριο
και πέρασε την πύλη
κοιτάζοντας με θαυμασμό
κάθε λογής στολίδι.

Είναι γεμάτη χρώματα
η χώρα των ποιημάτων
μα υπερτερεί της θάλασσας
το χρώμα των κυμάτων.

Παντού υπάρχουν ποιητές
με αισθήματα γεμάτοι
και απαγγέλουν έρωτα
υμνώντας την αγάπη.

Παντού υπάρχουν όμορφα
στιχάκια να διαβάσεις
πάνω σε τοίχους με καρδιές
με ζωγραφιές αγάπης.

Την θάμπωσε ο έρωτας
την όμορφη Αλίκη
και ήθελε στη χώρα αυτή
μόνιμα πια να μείνει.

Γνώρισε έναν ποιητή
που έγραφε αλήθειες
και έλεγε του έξω κόσμου
τις κακιές συνήθειες.

Μίλαγε για τα χρήματα
μίλαγε για την δόξα
και έλεγε πως η καρδιά
δεν λογαριάζει τόσα.

Θέλει μονάχα μια ψυχή
αισθήματα να έχει
να αγαπάει τον φτωχό
κι όχι τον πλούσιο ψεύτη.

Μ’αυτά τα λόγια τα σοφά
δάκρυσε η Αλίκη
τον ποιητή ερωτεύτηκε
που’χε στα μάτια θλίψη.

Του ζήτησε να μείνουνε
για πάντα ενωμένοι
να έχει σπίτι μια αγκαλιά
που να την περιμένει.

Κι αυτός μ’αγάπη στοργική
την πήρε αγκαλιά του
σαν φίλησε τα χείλη της
κυλούσαν τα δάκρυά του.

Δίπλα τους σχηματίστηκε
ένα ουράνιο τόξο
γεμάτο απο έρωτα
στης διάθλασης τον πόθο.

Του ονείρου έχει τα χρώματα
του πάθους, της αγάπης
πιο έντονα το κόκκινο
το χρώμα της καρδιάς της.

Μα ο χρωματισμός αυτός
στη χώρα των ποιημάτων
δεν άρεσε στους αυλικούς
στο κάστρο των θαυμάτων.

Έμοιαζε πολιτική μομφή
αριστερών απόψεων
και τρέξαν να συλλάβουνε
τον ποιητή των πόθων.

Με χειροπέδες και λουριά
τον πήγανε στο τμήμα
σε ένα κελί τον κλείσανε
μην γράψει άλλο ποίημα.

Δεν κράτησε τα δάκρυα
κι ας τρέχανε ποτάμι
μα της Αλίκης την καρδιά
ποιός άνθρωπος θα γιάνει?

Τώρα μονάχη και σκυφτή
κλαίει κι αναστενάζει
που ο νόμος στη χώρα αυτή
τα αισθήματα δικάζει.

Πώς θα μπορέσει μοναχή
τον ποιητή να σώσει
και με τη φλόγα του έρωτα
αγάπη να του δώσει?

Θα γράψει την λατρεία της
σε ένα χαρτί με στίχους
όπως θα έγραφε κι αυτός
στης φυλακής τους τοίχους.

Και όσο πιο αργά μπορεί
θα πάει να το πετάξει
μες στο κελί του ποιητή
το πάθος της να μάθει.

Γνωρίζει πως τα όνειρα
γίνονται πάντα πράξη
αν η δική μας η ψυχή
γεμίζει απο αγάπη.

Και θα του δώσει τη χάρα
όταν η νύχτα φτάσει
μ’ενα φιλί απ’τα χείλη της
το ποίημα να διαβάσει...



Γιώργος Κόκκινος
19/2/2005

5
Η δική σου version καλή μου φίλη Χαρά, λυπάμαι, αλλά δεν μου αρέσει, κι αυτό επειδή χάνεται το βαθύτερο νόημα της στροφής, που επισημαίνει ευδιάκριτα το σημαντικό αγαθό της πνευματικής τροφής!!

6
Αγαπητή μου φίλη Χαρά, θα επανέλθω αύριο με πιο "σύνθετα" ποιήματα... :) Να είσαι καλά και εσύ και η φίλη μου Μαργαρίτα απο πάνω!!

7
Γειά σου Χαρά και ευχαριστώ
για την άποψή σου, είναι σεβαστή!!
Όμως δεν μου διευκρινίζεις,
αν το παραπάνω ποίημα, το κρίνεις
με βάσει τους κανόνες στιχουργικής.
Αν το δεις σαν ποίημα και μόνο, ακόμα
κι αν χάνει το μέτρο του, νομίζω οτι
περνάει απόψεις, (ειδικά η τέταρτη στροφή)
σχετικά με το πόσο πιο σημαντική είναι
η πνευματική τροφή, οι γνώσεις δηλαδή,
απο την πραγματική τροφή του super market!!
Σε αφήνω να το ξαναδιαβάσεις.....:)

8
Ευχαριστώ θερμά καλοί μου φίλοι!!
Αυτά είναι μόνο 6 απο τα 236 ποιήματά μου,
και τα περισσότερα εξ αυτών δεν έχουν
ομοιοκαταληξίες!! Δυστυχώς δεν έχω
ασχοληθεί καθόλου με την συγγραφή
στίχων για τραγούδια, ούτε μπορώ να
γράψω μουσική, αλλά θα χαρώ αν
κάποιος  ενδιαφέρεται να τα μελοποιήσει!!
Στην προσωπική μου σελίδα παρουσιάζω
το σύνολο της δουλειάς μου, αλλά είμαι
σε θέση να δώσω το link, μόνο με mail!!


9
Δεν είμαι αγέρας, είμαι στάλα της βροχής
είμ’αδερφός της καταχνιάς, στην καταιγίδα
τα όνειρά μου, τα παράτησα νωρίς
και σαν παιδιά ορφανά, γυρεύουν την ελπίδα.

Τα’χω αφήσει, σε μια γέρικη εκκλησιά
και τα ποτίζω με το δάκρυ μου, τα βράδια
σαν ναυτικός, που δε λησμόνησε στεριά
κι όλου του κόσμου, τα πανέμορφα πετράδια.

Δεν είμαι άστρο, είμαι φως του δειλινού
ένα βλαστάρι ξένης γης, σ’άλλη πατρίδα
είμαι κομμάτι ενός ναού, μικρό κερί
που λιώνει κάθε Σαββατόβραδο, απο πίκρα.

Έχω πονέσει, κι έχω κλάψει για πολλά
μα δε λυπήθηκα, για ‘κείνα που’χω ζήσει
κι αμα το ήθελε, μια νύχτα η καρδιά
φωνή θα έδινε, στην γη, για να μιλήσει.

Είμαι φτωχός, ένας αλήτης του καιρού
και σαν ζητιάνος, την αγάπη μου γυρεύω
ψαχνω μια στάλα ευτυχίας, να γευτώ
έναν Θεό, και σαν πιστός, να τον λατρεύω.

Θέλω τα όνειρα που σκόρπισα, να βρω
για να τα δω, πως έχουν τώρα μεγαλώσει
κι αν δεν κατάφεραν να ζήσουν, θα χαρώ
αν ένας φίλος, τα δικά του, θα μου δώσει.


Γιώργος Κόκκινος
7/11/2005
Να είστε όλοι καλά!!
Αυτό είναι και το τελευταίο για σήμερα.


10
Ευχαριστώ θερμά καλώς σας βρήκα όλους!!
Η παρατήρηση που κάνεις είναι σωστή,
κι αυτό επειδή δεν συνηθίζω να γράφω
στίχους τραγουδιών, αλλά μόνο ποιήματα!!
Στην ποίηση, επειδή δεν υπάρχουν κανόνες
στιχουργικής, μπορείς να αποδώσεις το νόημα
με όποιες λέξεις θέλεις!! Ευχαριστώ πάντως
για το καλωσόρισμα και τη γνώμη σου!!

11
Βλέπω τα χρόνια μου, να φεύγουνε σαν τρένα
μαζί τους παίρνουνε τα όνειρα, τα ξένα
κοιτάζω πίσω, για να δω αν με θυμάσαι
ρίξε ένα βλέμα σου μονάχα, μη λυπάσαι.

Αυτά τα μάτια, που μου δείχνουνε τον δρόμο
είναι δυο θάλασσες, που γεύονται τον πόνο
κι είναι γεμάτες, απ’τα δάκρυα τα δικά σου
έχουν για φίλο, κάθε πίκρα στην καρδιά σου.

Μην νιώθεις λύπη, ας την τύχη να μιλήσει
κι ίσως απ’αύριο, να σέρνεις τον χορό
να’σαι βασίλισσα, που θέλει να οδηγήσει
έναν ιππότη της, να βρεί το θησαυρό.

Έχω κουράγιο, και θ’αντέξει τ’αλογό μου
ώσπου ο θάνατος, μια μέρα να με βρεί
μόλις σου είπα, ένα τραγούδι απ’τον καημό μου
κι αν θέλεις τώρα, γέμισέ το μουσική.

Είσαι η αγάπη, η ψυχή, κι εσύ ο κόσμος
κι είμαι ένα δάκρυ, που κυλάει ως την αυγή
σαν απομείνω, ένα ακόμα βράδυ μόνος
θα’ναι επειδή, εσύ το θέλησες ζωή.



Γιώργος Κόκκινος
29/10/2005

12
Με ήχους ξυπνάω
μιας τρομπέτας που παίζει
και σκέφτομαι
ποιά μπαλάντα γλυκειά
για σένα να γράψω καρδιά μου;

Την ψυχή μου ξυπνά
μελωδία βιολιού
κι ονειρεύομαι
σε πεντάγραμμο, βαλς
χορεύουμε απόψε χαρά μου.

Κάθε νότα
απο ένα σαξόφωνο
απόψε θυμάμαι
το τραγούδι που ήταν για μας
μονοπάτι αφανέρωτο.

Μια ζωή μουσική
αν θα ζούμε μαζί
η ψυχή αναρωτιέται
λαχταρώ να ντυθώ με δυο νότες
στου ονείρου το απέραντο.

Η καρδιά μου χτυπά
με ρυθμό δυνατά
μα, λυπάμαι
κι αν σε χάσω ποτέ, η μουσική
δε θα ηχεί πια στα αυτιά μου.

Θα σβήσω μ’αυτή
και κανείς δε θ’ακούσει, φοβάμαι
απ’την πρώτη στροφη
την μπαλάντα
που είναι για σένα ομορφιά μου.


Γιώργος Κόκκινος
24/1/2005

13
Ήρθαν στιγμές που με πετούσες
στα ύψη του ορίζοντα, ψηλά στον ουρανό
και άλλες φορές που με μεθούσες
απο το νέκταρ των γλυκών σου των φιλιών.

Την όψη είχες των αγγέλων
τη θεική, Ολύμπια γεύση των θεών
αλήτευα μέσα στη ματιά σου
τον κόσμο έχανα στον έρωτα αυτόν.

Κάθε φορά που σε κοιτούσα
και νοσταλγούσα την δική σου την πνοή
ένα σου χάδι μία δύνη να μου φέρει
σ’ονειρεμένη και γαλήνεια φυλακή.

Ξέρω πως είσαι ένα κομμάτι
μοναχικό απ΄τα ταξίδια στη ζωή
μα το στερνό του ονείρου σκαλοπάτι
θα το ανέβουμε στον έρωτα μαζί.

Έλα λοιπόν, κατέβα απ’τα ουράνια
και πάρε απο μένα ανθρώπινη μορφή
να ταξιδέψουμε μαζί στη γη ετούτη
με μια μορφή, μ’ένα κορμί, με μια ψυχή.



Γιώργος Κόκκινος
Δέσποινα Παντελίδου
10/1/2005

14
Όπως το φως του πρωινού, γλυκοχαράζει
έτσι τα όμορφά σου μάτια, με ζητούν
να’ρθώ για λίγο, και να διώξω το μαράζι
που απ’την καρδιά σου, κάθε πόνο αντηχούν.

Στα καστανά, τα βουρκωμένα σου στολίδια
να’ρθώ σαν ήλιος, ν’ανατείλω τη ζωή
δροσιά να δώσω, στης αυγής τα καλντερίμια
για να βαδίσουμε, το μονοπάτι αυτό μαζί.

Δυο ρόδα κόκκινα, θα κόψω να σου δώσω
και τρείς τουλίπες, με το χρώμα το λευκό
να σου προσφέρω, και την πίκρα να σου διώξω
το κάθε αγκάθι τους, θε να το κάνω φυλακτό.

Πνοή θα στείλω, στην ψυχή σου να γιορτάσει
σαν αντικρύσεις, το πρώτο φως του αυγερινού
με τους ανθούς των λουλουδιών, να ξαποστάσει
στη γαλανή αγκαλιά να κοιμηθεί, του ουρανού.

Και σαν ξυπνήσεις, θα ζεστάνω την καρδιά σου
θα’μαι ψηλά σαν ένας ήλιος λαμπερός, να σε κοιτώ
χίλια φιλιά, θα έχω αφήσει επάνω στο κορμί σου
και θα γυρίσω στην αγκαλιά σου πάλι, να παραδωθώ.



Γιώργος Κόκκινος
31/3/2005

15
Κάποιος μου ζήτησε φωτιά, για να του δώσω
ήθελε λέει, ένα τσιγάρο, για να πιεί
του’δωσα έτσι, αναπτήρα να φουμάρει
και μου εξιστόρησε με πάθος, τη ζωή.

Ήτανε λέει ένας φτωχός, του κόσμου ξένος
δεν είχε τίποτα να ζήσει, ούτε ψωμί
ήταν μπατήρης, μοναχός και ξεχασμένος
μα όμως ήξερε, ποιά χρειάζεται τροφή.

Μοναδική, μου λέει, τροφή λίγη σαν έχω
δεν την δανείζω, σε κανέναν έτσι απλά
κι αν χρειαστεί, ένα κομμάτι της να δώσω
θα την χαρίσω, σ’ένα φίλο που πονά.

Τροφή για ‘κείνον, ήταν μόνο η ελπίδα
δεν είχε βέβαια στην τσέπη, ούτε μπουκιά
μα επινόησε λοιπόν, διατροφική αλυσίδα
για να γεμίζει μ’εμπειρίες, πνευματικά αγαθά.

Κι ήξερε πράγματα πολλά, για να μου μάθει
είδα πως μίλαγε, σαν γέροντας σοφός
κι όταν τον ρώτησα, αν κάτι έχει χάσει
είπε δεν άξιζε ποτέ, μιας αγάπης το φως.

Δεν κατανόησα ακριβώς, ό,τι εννοούσε
και ξαναρώτησα δειλά, για να μου πεί
σιωπηλός τον άκουγα, να λέει πως αγαπούσε
κάποια ψυχή, που του προσέφερε τροφή.

Αλήτης ήταν, σε πεζόδρομο ακουμπισμένος
‘κείνη τον κοίταξε με μάτια λυπητερά
ένα της δάκρυ, που το μάζεψε ο καημένος
ήταν για εκείνον, η υπέρτατη χαρά.

Όμως προσπέρασε κι αυτή, σαν τόσες άλλες
ενώ πεσμένος ήταν, στου πεζοδρόμου τη γωνιά
του’δωσε μόνο ένα δάκρυ, για να θυμάται
πως υπάρχουν άνθρωποι, που έχουνε καρδιά.

Κάποιος μου ζήτησε φωτιά, λίγο να δώσω
ήθελε απόψε, με τον Χάρο, να τα πιεί
του’δωσα έτσι, αναπτήρα και τσιγάρο
και ομολόγησε, πως φεύγει ως το πρωί.



Γιώργος Κόκκινος
5/10/2005

Σελίδες: [1]