Τεσσερις μερες αγωνιας θα περασουν
ωσπου να δεις τους ερωτες σου στη σκηνη.
Γνωριμοι, συντροφοι, μαζι στο ιδιο παλκο'
όλα πληρώνονται πριν φτασεις στο φιλι.
Ο πρωτος κρατησε ανελπιδα για χρονια.
Ποτε δεν ξεχασες την πρωτη σας φορα.
Μια κιθαρα, τζιν,γιλεκο και τραγουδια
που σε σημαδεψαν και πιστεψες βαθια.
ΜΙα νυχτα χτυπησε το δευτερο στον ωμο'
ησουν φευγατη και τον ενιωθες κοντα.
Τοτε σας συστησε και βρεθηκες απ' εξω,
να τους κοιτας και να γυρευεις μια αγκαλια.
Κατσε στο πιανο σου και φτιαξε το τραγουδι.
Βαλε τις νοτες για να βαλω τη σιωπη.
Για ποιον το φτιαχνεις δε σου μαθανε ακομη'
τεσσερις μερες μοναξιας-και μια βροχή.
Ο αλλος κρατησε οσο ενα καλοκαιρι.
Τρια φεγγάρια και παρέα, μοναξιά.
Σα φθινοπωριασε του κραταγες το χερι,
ανεβασμενη στ' ουρανου του τα σκαλια.
Μεσ' απ' τη στάχτη του τσιγάρου του γεννιέται:
Ειν' η μορφη του, που μοναχη της πλανιεται.
Για λιγο γυρισε, σε ζαλισε, και πάει
δυο ματια γνώριμα να βρει για ν'αγαπάει.
Μην κλαψεις τωρα, θα περασει κι ο χειμώνας
κι εσυ θα νιωσεις, θα γευτείς και θα ρωτας.
Ειναι παραξενη αυτη η νοσταλγια'
σκηνες πρωτογνωρες,και νυχτες ερημιας.
Ασπρο δωματιο, με θεα σ' ενα κηπο.
Σε μία θαλασσα που αγγιζει τα βουνα.
Βλεπεις, τ' αστερια εχουν ξεχασει πως ακομη,
εσυ γυρευεις να ριχτεις σε μια αγκαλια.