Με ντύσανε με χρώμα,
χαμόγελο μου φόρεσαν πλαστό,
μα εγώ ακόμα,
τις νύχτες δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Μου δέσανε τα μάτια,
μου δείξανε τον κόσμο απο μακρυά,
χίλια κρεβάτια,
και μου ΄παν να περάσω κι απ' αυτά.
Με τάισαν χαρά,
και διώξαν απο πάνω μου τη θλίψη,
κι όλα καλά,
μέχρι η ψυχή μου να μου λείψει.
Οι σκηνές όλες παλιές,
όλοι οι φίλοι απλά γνωστοί,
όλοι στις ίδιες γειτονιές,
ναυαγοί, νοσταλγοί, ή νεκροί.
Ενέχυρο ακριβό το βλέμμα μου κι αυτό,
κι απόψε είμαι εδώ να κάνω το σωστό,
μη σε νοιάζει θα τα βρω, θα 'ρθει η ώρα να ελευθερωθώ...