Θυμάμαι που 'κανες τα χέρια σου φτερά.
Ήθελες, έλεγες, στον ουρανό να φτάσεις.
Τα όνειρά σου μοιάζαν μ'άγρια πουλιά
κι είπες πως ήθελες μαζί τους να πετάξεις.
Δεν ξέρω πότε έκλεισες την πόρτα στη ζωή
και διάλεξες τον θάνατο ν'αγγίξεις.
Στης άσπρης σκόνης να κλειστείς τη φυλακή
και τα όνειρά σου καταλήξαν ψευδαισθήσεις.
Τα μάτια σου διψούσαν για ζωή
μα οι φλέβες σου ζητούσαν ηρωίνη.
Εσύ προτίμησες μια τελευταία πληγή
αφήνοντας το θάνατο να κρίνει.
Έτσι μια νύχτα κοίταξες τον ουρανό
και τα όνειρά σου είδες που πετούσαν
Τότε η ψυχή σου σαν αστέρι φωτεινό
πήγε σε κόσμο που για σένα τον φυλούσαν.