-Λίμνη,που στέκεις ήσυχη
και δεν πολυσαλεύεις,
να μη ζηλεύεις πώς μπορείς
τ' ανήμερα ποτάμια,
που τρέχουν δίχως γυρισμό
σε θάλασσες μεγάλες;
-Μπορώ,μικρό μου νούφαρο,
γιατί να νιώσω λίγη;
Εκείνα πήραν τις χαρές,
που οι άνθρωποι τις νιώσαν'
για μια στιγμούλα μοναχά
προτού χαθούν για πάντα.
Εγώ κρατώ τα δάκρυα
που τρέξαν απ' τα μάτια,
την ώρα που ο χείμαρρος
περνούσε απ' τη ζωή τους.
-Όμως το δάκρυ είν' αλμυρό,
κι εσύ γλυκό νεράκι.
-Με γλύκαναν οι άγγελοι,
που κολυμπούν τις νύχτες
στο πληγωμένο σώμα μου,
τις πίκρες για να παίρνουν...
Μετά από μια υπέροχη βαρκάδα στην Κερκίνη,παρέα με τους ερωδιούς και τα φλαμίγκο.