(Τα ευγενικά μου αισθήματα
προς την ψυχή σου γέρνω
σαν τ’ απαλά κυκλάμινα
του Φθινοπώρου φέρνω.)
Στην Άννα
Της μοναξιάς την αντοχή
κι εσύ στο αίμα έχεις,
μα όπως κι εγώ, πληγής αφή
στα μάτια σου όταν τα βρέχεις.
Πως σ’ αγαπώ, καλή μου Άννα,
που ’χεις την πάχνη αγκαλιά
μη μα ρωτάς καλή μου Άννα,
ποιού στεναγμού σου τα σημάδια
είναι για μένα πιο βαθιά.
Κι αν στο βωμό της περηφάνιας
τα ένστικτα σου καταστρέφεις
κι αν στης ζωής την επιφάνεια
πνίγομαι κι αντέχω να με βλέπεις,
είναι γιατί, ο ίδιος κυκλώνας
μάταια, αλύπητα μας δέρνει,
είναι γιατί, του νου θαμώνας
γίνηκε ο λώρος που μας δένει·
και δεν αντέχεις, δεν αντέχω
καρδιές τις άλλες να πατούνε
κι εσύ προσέχεις, όπως προσέχω,
μην κι οι δικές μας πληγωθούνε.
Πως σ’ αγαπώ, καλή μου Άννα,
που ’χεις την πάχνη αγκαλιά
μη μα ρωτάς καλή μου Άννα,
ποιού στεναγμού σου τα σημάδια
είναι για μένα πιο βαθιά.