Ανθίζεις σαν φωνή, η αγάπη σου τυφλή
Εκεί στον πάτο της αβύσσου
Κλωστές τα βάσανα, με χέρια χάλκινα
Πλέκεις κραυγές του παραδείσου
Μαύροι σπόροι χρόνια πριν με λούσεις
Φύτρωσαν στον κήπο του θεού σου
Και την ώρα την καλή απλώνεις
Τα χέρια στην ώρα του χαμού σου
Η αγάπη σου τυφλή, στο χώμα σαν βροχή
Δεν βλέπει άλλα μονοπάτια
Μόνο που αντανακλά μέσα στα μάτια σου
Ψυχρά ολόμαυρα παλάτια
Μανούλα μου το ξέρεις κι ας μην στο’ χω πει ποτέ
Το πόσο σ’ αγαπούσα, πόσο σ’ αγαπώ
Ας ήταν να γυρνούσες και όλα θ’ άλλαζαν με μιας
Ξανά να μου μιλούσες λόγια τρυφερά