Ένας άντρας κλαίει μόνος
να ξεχάσει προσπαθεί
του'ναι αβάσταχτος ο πόνος
κι ελπίδα δεν έχει για να σωθεί
Η ησυχία με το φεγγάρι
του κρατάνε συντροφιά
μα σαν ξημερώσει πάλι
θα χαθεί στη μοναξιά
Φίλο δεν έχει να τον ψάξει
μάνα, πατέρας τον έχουν ξεγράψει
κοπέλα δεν έχει για να τον κλάψει
ο Θεός του τον έχει ξεχάσει
Ούτε ένα δάκρυ δεν θα χυθεί
γι'αυτό το έρμο το παιδί
τώρα κυλιέται στα στενά
αναζητώντας παρηγοριά
Αλάνθαστα μάτια τον ακολουθούν
καθώς οδεύει μονάχος στο θάνατο
τον κρίνουν ένοχο και προσπερνούν
αφήνοντας τον Χάρο στο διάβα του
Μήπως τον ρώτησε κανείς
αν είχε όνειρα να κυνηγήσει;
Μήπως και νοιάστηκε κανείς
αν είχε κάτι στον κόσμο ν'αφήσει;