Το ψαράκι μου στη γυάλα,
μούτρα έκανε μεγάλα,
και μου είπε πως εν τέλει,
μόνο είναι και δεν θέλει.
Με κοιτάζει λυπημένα,
λόγια λέει πικραμένα,
και με κάνει να δακρύζω,
μόνος είμαι και ραγίζω.
Δυο ψαράκια τα καημένα,
το ένα έξω τ’ άλλο μέσα,
μοναξιά κι αν θες εν τέλει,
πες μου ποιος βρε την αντέχει.
Παίρνω απόφαση εν τέλει,
αφού θέλει θα το έχει,
και έτσι τώρα δυο ψαράκια,
μες στη γυάλα κάνουν νάζια.
Τα κοιτάζω και γελάω,
και πιστά τ’ ακολουθάω,
μα στο σπίτι μια μπεμπέκα,
με κρατάει συνέχεια μέσα.
Δυο ψαράκια τα καημένα,
το ένα έξω τ’ άλλο μέσα,
λευτεριά κι αν θες εν τέλει,
πες μου ποιος βρε δεν την θέλει.