Σκιάχτηκες άνθρωπε για ν` αγαπάς,
σε τρόμαξαν του Έρωτα τ` αγρίμια...
Τώρα ποια Τύχη -αλήθεια- καρτεράς ?
ποια Mοίρα να σε ντύσει με στολίδια ?
Σφάλισες της καρδιάς σου τη Φωτιά,
στα σκοτεινά της Μοναξιάς υπόγεια.
"Κάλιο τη Νύχτα να `χες συντροφιά,
μη σε πλανεύανε ξανά, Ανθρώπων λόγια."
Αλλάργευες με ιστορίες δανεικές...
στη μουσική και στων βιβλίων τις σελίδες.
Μα ήταν κι αυτές φανταστικές...
Την αυταπάτη τους τώρα που είδες...
Που θ`ακουμπήσεις το στερνό...
του ονείρου σου το δάκρυ?
Που `σαι ναυάγιο της ζωής σου, στεργιανό...
στη στέρφα της Ψυχής σου άκρη?
Τώρα ποιός Πόθος τάχα δυνατός?
θα σβήσει του καημού τον Χάρτη?
Ποιός άραγε, Σειρήνων ο σκοπός?
θε να σε λύσει απ` το κατάρτι?
Που θα ριζώσεις? σε ποια Γή?
που `σαι Νερό κι Αέρας.
Κι είναι το γέλιο σου κραυγή...
κι ο Πόνος σου Πατέρας?
Τώρα ποια νέα Προσμονή?
Ποια νέα μέρα φέρνει?
Σε ένα κορμί που ηδονή...
αδύναμο είναι πια να παίρνει?