Η πόρνη τύχη έριξε στην πλάτη μου τα ζάρια
Μικρός χριστός κατάντησα να αβγατίζω ψάρια,
Σε πανηγύρια και χαρές, σε γάμους και κηδείες
Να προσελκύω αμαρτωλούς, όρθιες απελπισίες,
Με λόγια μελιστάλαχτα που τις καρδιές αγγίζουν,
Με μάτια που πετούν φωτιές κ’ελπίδα μεταγγίζουν.
Βαρύ φορτίο μέσα μου και ξυραφιές οι σκέψεις
Για κείνους π’επιπόλαια έλεγα «Να πιστέψεις!»
Σε θαύματα φακιρικά, και πλαστικά λουλούδια
Σε στίχους βαθυστόχαστους και έντεχνα τραγούδια
Γίνανε επικήδειοι και λόγια αυτοχείρων
Τα όσα πίστεψα και ‘γω, ο βασιλείας των χείρων…
Και τώρα τ’αποτέλεσμα κοιτάζω της ζαριάς της
Νοιώθοντας την ψυχρότητα της πέτρινης καρδιάς της
Δυο κύβοι από φίλντισι να δείχνουνε τα ντόρτια
Κοράκια κράζουν στην αυλή για στείρα προεόρτια
Μεσίστια να κρέμεται κι’άπνοη η σημαία
Που τόλμησε να υψωθεί για μια ελπίδα νέα...