Παρωδίες στα παιχνίδια της σιωπής, έχω γίνει φαντασία
το θλιμμένο και παράξενο παιδί που γυρεύει τα σκοτάδια
με μια λέξη πες μου τώρα ποιητή, πια ηλιοφώτιστη θυσία
θα ποιήσεις με ζωή στα βαθιά, στείρα πηγάδια…
Σ' έναν κόσμο πενιχρό που πεινάει για ζωή
έχω δώσει τα φτερά μου σαν αντίδωρο σε πόρνες
ισορροπώντας στη φωτιά, ζητάω μια καυτερή πνοή
να πυρώσω στο βυθό τις κρυμμένες ανεμώνες…
Η ελπίδα ζοφερή, χάραξε με κοφτερή λεπίδα
στο ταμένο μου κορμί, με ασήμι και ουρανό
ένα ποίημα που υμνεί την θλιμμένη μου πατρίδα
και μια αχτίδα που ζωή, δίνει στο άδικο κενό…
Τούτο το ποίημα μου ριγεί, στων ποιητών τα παγωμένα χέρια
συ είσαι τα μάτια μου, της αβύσσου στερνέ λωτέ
είσαι η αλήθεια τη ψυχής, κείνη που χάρισα στ' αστέρια
κι έχεις το χρώμα που στη γη, δε θα φανεί ποτέ…
(...Κ...)
[/b]