Τούτο το αγκάθι που στη πλάτη μου καρφώσανε
κάποτε άνθρωποι ξερνώντας περηφάνια
μα τα φτερά μου στ' αστέρια αποδώσανε
κι έγινα νύχτα στ' ουρανού την επιφάνεια
ίδιο το πέρας σ' έναν ορίζοντα ζωγραφιστό
στ' ακρογιάλια σαν μυρίζω την αρμύρα
και θα κεντήσω σ' ένα κύμα φωτιστώ
τη μορφή που απ' το κορμί σου απόψε πήρα
μαύρα τα σύννεφα στο κέντρο τ’ ουρανού
μέσα μου άγγιξε τ’ αγκάθι την καρδιά μου
ισορροπώ στα σπάνια άνθη του γκρεμού
σαν παίρνω φως απ’ την υπέροχη φωτιά μου
κι αρχίζω πάλι με ζωή να δημιουργώ
να χτίζω όμορφα ψηλά πάνω απ’ τ’ αστέρια
κι ότι μέσα μου κρατώ από καιρό
ρυτίδα γίνεται στα δυο φτωχά μου χέρια
γυαλίζει μέσα μου σκουπίδι η περηφάνια τους
γυαλίζει μέσα μου τ’ αγκάθι σαν διαμάντι
γιορτή μεγάλη η αλήθεια τις ορφάνιας τους
κι όσο θα ζω αυτή η γιορτή θα είναι απάτη
(Κωνσταντίνος .Γ)