“…Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια…”
Για φαντάσου...εσύ εκεί, εγώ εδώ κι’ αυτό που ζήσαμε, που πήγε;
Αιωρείται! Γυάλινη σφαίρα, άπιαστη κι’ όλο θαμπώνει…
Προσπαθώ να δω…πίσω απ’ το γυαλί…να δω τι κρύβει!
Τα έχει όλα μέσα της ή κράτησες κάτι για ’σένα;
Αν ναι, καρδιά μου, κράτα το σφιχτά, τρυφερά, με σεβασμό!
Είναι τ’ αντίδωρα της ψυχής μου, που ακούμπησα ευλαβικά πάνω στο πυρωμένο σου κορμί, το όλο φωτιά, σαν την καυτή άμμο...του καλοκαιριού….
Θυμάμαι, άπλωνα τα χέρια μου…προσπαθούσα να την φυλακίσω…!
Μάταια!
Πάντα μου ξεγλιστρούσε…
Πάντα θα γυρίζει εκεί που ανήκει!
Στην ακρογιαλιά!
Πως πίστεψα ο τρελός πως μπορούσα να κλείσω στ’ αδύναμα δάχτυλα μου την άμμο…που τη μια με καεί και, αδιαφορώντας φεύγει μαζί με τον ιδρώτα μου, τον ιδρώτα της λαχτάρας, της επιθυμίας, της προσμονής και την άλλη, αφού πέσει σωρός μπροστά μου, με αφήνει να χτίσω…παλάτια…,σαν κι’ αυτά που έχω στα όνειρα μου…σαν κι’ αυτά του τραγουδιού…
Τότε, σιγοψιθυρίζει στον φίλο της τον άνεμο και του λέει: έλα, έλα να του τα γκρεμίσεις….!
Δεν ήξερες όμως πως, μαζί με τα...παλάτια μου, γκρεμίστηκε λίγο – λίγο και η ζωή μου∙ η αφιερωμένη στις ακρογιαλιές, στην πυρωμένη άμμο και, στις αποτυχημένες προσπάθειες να τα βρω με τον άνεμο∙ να τον κάνω φίλο μου…………………………………………………………………………………
...κι’ εσύ, να μην ξεχάσεις τ’ αντίδωρα…εκείνα της ψυχής μου!
Που όσο φυσάει ο άνεμος, θα είναι πάντα δικά σου!