Θυμίσου φίλε μου τις μέρες κείνες των θαυμάτων
θεριό ο χρόνος φάνταζε κι εμείς τόσο μικροί
σα Ροβινσώνες σε ταξίδια ατέλειωτα
Συλλαβιστά μαθαίναμε τους στίχους ποιημάτων
κι άνοιγαν πόρτες οι καρδιές με προσμονή
στον πρώτο μας έρωτα
Χλευάζαμε τη Λογική, τ' Ορθό, το Καθώς Πρέπει
ήρωες, αντάρτες που θαρρείς μας πρόσταζ' η ζωή
να πάρουμε τους δρόμους αξημέρωτα
Κι είχαμε των γονιών τ' άγρυπνο μάτι να μας βλέπει
και να μαντεύει μες στην άγουρη ψυχή
μυστικά αφανέρωτα
Απείθαρχοι κι ανένταχτοι θα μέναμε για πάντα
αβύθιστο η νιότη μας σκαρί πειρατικό
μ' ονείρατα τρελλά αρματωμένο
Μ' όρκο βαρύ δεθήκαμε πως μέχρι τα τριάντα
θα 'χαμε αλλάξει αυτό τον κόσμο το στραβό
τον ψεύτικα φτιαγμένο
Σαν γρήγορα να πέρασαν τα χρόνια αδερφέ μου
άγρια πουλιά που πέταξαν και χάθηκαν μακριά
-που αφήσαμε την παιδική σφεντόνα?
Αλλού βολεύτηκες εσύ κι εγώ στο ρετιρέ μου
μια πυργοδέσποινα που δε θυμίζει πια
σε τίποτα αμαζόνα
Που βρίσκομαι, που χάθηκα, πως να περνάω τάχα
μαθαίνω τώρα πως ρωτάς για μένα όταν βρεθείς
με φίλους ή στη μάνα σου όταν γράψεις
Δε θα σου πουν, το ξέρουνε, ακούγοντας μονάχα
κι εσύ όπως αυτοί φριχτά θα βαρεθείς
και να με βρεις μην ψάξεις
Γιατ' ήρθαν φίλε μου τα πράγματα μοιραία
κι αυτά που τότε κοροιδεύαμε
τώρα τα κάναμε σημαία...