Επειδη με συμβουλεψαν να γραφω ελευθερα και να μην περιχαρακωνομαι σε ριμες. Επειδη ειμαι πολυ «μικρη» για να μη δεχομαι παρατηρησεις και αρκετα μεγαλη για να μην τις εκτιμω. Επειδη μου αρεσουν τα «απονενοημενα»… Συγχωρειστε με…
Ρωτας τι θα φερει το αυριο…
Εμενα,
που αρπαχτηκα στο χτες, αραχνη απελπιδα
που πλεκει τον ιστο της
κι ενωνει τις ακρες του γυρω της
(δεν ξερω λες πως θα πνιγω προσμενοντας θυματα?)
Μη με ρωτας λοιπον:
Πεινα θα φερει το αυριο και Διψα…
Μας ξεχασαν εδώ στο ξεφτισμενο ταβανι
μας το παραχωρησαν
να στησουμε την αγχονη ανενοχλητοι
Δεν κοιτουν ποτε ψηλα
και σαν πλαγιασουν κλεινουν τα ματια γρηγορα
ησυχοι και χορτασμενοι
(και τι να δουν στα σκοτεινα?..)
Μη λυπασαι
να, σημερα κιολας ανακαλυψα μια νεα ρωγμη
στον απεναντι τοιχο
Ομορφη ειναι, σα ρυτιδα…
Σκεψου,
θα μας παρει μερες να την φτασουμε…
Ελα, παμε…
(Εμεις, φιλε, ποτε θα τους ξεχασουμε?)
Κι επειδη μου γινε πια συνηθεια...
Κάποτε, μιά τυχαία κι εντελώς ασήμαντη λέξη
προσδίδει μια απροσδόκητη σημασία στο ποίημα,
όπως π.χ. στο εγκαταλειμμένο υπόγειο, όπου
κανείς δεν κατεβαίνει από καιρό, το μεγάλο, άδειο κιούπι.
στο σκοτεινό του χείλος περπατάει χωρίς νόημα μια αράχνη,
(χωρίς νόημα για σένα, μα ίσως όχι για κείνην).
(Γιαννης Ριτσος, "Η Αραχνη")