Σαν αέρας ξεθυμασμένος παρασέρνω τα φύλλα
κίτρινα, αδύναμα κομμένα από την ρίζα
μια ζωή μοιρασμένη στην μέση χαρίζω
σ' αυτούς που ρουφάνε την πνοή στις γωνίες
σ' αυτούς που μεθούν με τα δάκρυα άλλων.
Σαν βροχή ξερασμένη από τα σύννεφα πέφτω
να δροσίσω το σώμα των διψασμένων
με σταγόνες χοντρές, δυνατές σαν χαλάζι
για να δείξω στον ήλιο πόσο δύσκολα χαράζει
και με λάσπη στα χέρια ζωή στην ζωή μου να δωσω.
Σαν ομίχλη πυκνή θα καλύψω την σκέψη
ναρκωμένη, άβουλη στα "θέλω" των άλλων
με φτερά αετού να πετάξει, να φύγει
την αλμύρα να ψάξει ψηλά στο βουνό
σαν ψάρι να ζήσει έξω απ' το νερό.
Σαν χιόνι θα πέσω να παγώσω τον πόνο
αυτόν που αγκαλιάζει τα ανθρώπινα μέλη
με λευκό το πρόσωπό μου θα ζωγραφίσω
ανέκφραστο για πάντα να μείνει
να ξεγελάσω την μοίρα στο παιχνίδι που παίζει.