Είναι οι ανάσες μας χαμένες, σ ένα Όνειρο στεγνό.
Κι όλο παλεύουμε, με δαίμονες, και κτήνη .
Είναι η μέρες, μας δαρμένες, από γκρίζο ουρανό,
Σαν πέσει ο ήλιος, θα μεθύσει την σελήνη.
Ανάσες δίνεις στην φωτιά, μα αυτή δεν σβήνει.
Με ένα χαμόγελο ποίος ξέρει τι θα γίνει;
Όσα φανάρια στην ζωή σου κι αν πέρασης,
Κάπου το κόκκινο, ν ξέρεις καρτερεί.
Όσες στροφές κι αν πάρεις ξέρεις, θα γεράσεις,
Κι αυτό θα είναι κάπου εκεί.
Σαν σε γιορτή, κάποιου σχολειού
ίσος εκεί, και κάπου αλλού,
να γυροφέρνεις, την ψυχή σου… μην τη χάσεις!.
σαν σε παράγκα αγοριού,
τον χαζό Γιάννη, του χωριού, μην τον γελάσεις.
είναι στιγμές, που κι αν το θες
τον εαυτό σου δεν μπορείς να αγοράσεις.
για αυτό πουλήσου στην φωτιά,
με τα παιδία σου αγκαλιά, προτού γεράσεις.
Όσα φανάρια στην ζωή σου κι αν πέρασης.
Κάπου το κόκκινο, να ξέρεις καρτερεί.
Μα αν μπορείς, τον άγγελο σου να γελάσεις,
κάντο και μείνε παντοτινά παιδί.