Πήρα ένα τόσο δα μικρό κογχύλι με φρέσκια , ακόμα , την αλμύρα του γιαλού
κ’ έφτιαξα το φιλί σου.
Με λίγα θραύσματα γυαλιού και με δυο στάλες απ’ το αίμα των δακτύλων μου
έφτιαξα τα μάτια σου.
Με το κελάηδημα των σπανιότερων πουλιών έφτιαξα την φωνή σου.
Ύστερα ,πήρα φως και χώμα, νύχτα και βροχή κι έπλασα το κορμί σου
Κι όταν γεννήθηκες, η αγάπη δάκρυσε και πόνεσα, το πλήθος θαύμασε και τρόμαξα.
Και τότε σ’ έριξα στην αγκαλιά της θάλασσας.
Της πιο φιλόξενης και σπλαχνικής μητέρας.