Μες το κορμί του βασιλιά, φωλιάζει ένας σκλάβος.
και τις πολλές κατραπακιές, μέτρα προτού κουρνιάσει.
το μάθανε οι αυλικοί γελούσε όλη η χώρα. μα ο σκλάβος συνέχισε να κανακεύει γλυκά την μοναξιά που ένιωθε, μες τα Χρύσα του πέπλα .
οι χωρικοί ξεσηκώθηκαν με φτυαριά, και καζμάδες, πρώτη φορά θα σκότωναν, και όλο νυχάτης γλεντούσαν .
(θα σκότωναν τον βασιλιά, για να πεθάνει ο σκλάβος.)
την άλλη μέρα το πρωί χαμός, μπρος `το παλάτι όλοι ούρλιαζαν ορθοί, και πρώτοι, οι ιππότες.
λέει τους ντρόπιασε ο βασιλιάς, κρύβοντας ένα σκλάβο.
και τότε εκεί, μες την βουή… ακούστηκε η πόρτα! και ήτανε ο βασιλιάς, (κρυβότανε ο σκλάβος).
Είπε: σκοτώστε με δήλοι, είμαι ένας και είστε 1000 .
καλά να σκότωναν τον βασιλιά, μα; ποιος σκοτώνει σκλάβο;
οι ιππότες δεν το έκαναν, περήφανοι ως ήταν,
(ντροπή μεγάλη θα ήτανε αν έβλεπε το πλήθος, τον σκλάβο να σκοτώνανε άνθρωπο λιγότερο άξιο και από του γύφτου τον σκύλο,)
αυτοί που ήταν άξιοι, που πολεμούσαν δράκους.
μα ούτε και οι χωρικοί θα τον σκότωναν, μην πάρουνε το στίγμα ότι τον σκλάβο σκότωσαν, και ακούμπησαν τα χέρια τους το βρομερό του αίμα.
έτσι δεν χτύπησαν τον βασιλιά, μην πληγωθεί ο σκλάβος, και μολυνθούνε όλοι.
Όμως μακριά τον διώξανε, και βασιλιάς δεν είναι.
μα σαν μεθά στα καπηλειά, ετούτο πάντα λέει :αυτοί που δεν με σκότωσαν λευτέρωσαν τον σκλάβο!