Άλλο δεν ήξερε απο σίδερο και στάχτη
Κάθε πρωί μύριζε λάδι στη σκηνή του
Άστραφτε πάντα, σαν καινούριο το κοντάκι
Και τον θυμόταν, μια παλιά γριά πληγή του
Άγνωστοι τόποι, ιδωμένοι απ’ το κλείστρο
Τον φόβο του είχε στην πατρίδα εξορίσει
Κι είχε η ματιά του ενός θεριού ανήμερο οίστρο
Πριν το μεγάλο φονικό ξανά αρχίσει
Δεν του ΄χαν μάθει να γελάει ή να λυπάται
Σ’ ενέδρες κρύβονταν και μούλιαζε απ’ τις μπόρες
Τα βράδυα ξέχναγε συνήθως να κοιμάται
Σε πέντε γλώσσες, βλαστημούσε με τις ώρες
Μέσα στου κράνους του το δίχτυ διπλωμένο
Είχε ένα γράμμα απ’ της μάνας του το χέρι
΄΄Γρήγορα να ‘ρθεις γιε μου, θα σε περιμένω
να σε φυλάει ο Θεός, απ’ το κακό μαχαίρι΄΄
Τέλη Αυγούστου στο Ντραγκάτσεβο ένα πεύκο
Ήταν καρέκλα του, πλάι σε χακί μοτοσυκλέτα
Δυο ντόπιοι κέρασαν ένα τσιγάρο σκέτο
το κράνος έβγαλε ν’ ακούσει μια τρομπέτα
«Σαμπόρ Τρουμπάτσα»* μια ανάσα είχε πάρει
κι ήταν για λίγο στην αυλή, στην Ελευσίνα
με το σκυλί του, πλάι του να ΄χει μπατάρει
την παιδική του αγάπη ν' αγκαλιάζει τη Μαρίνα
Πήρε το γράμμα του αργά να ξεδιπλώνει
Καμπάνας χτύπος και να κάνει το σταυρό του
Δυο λέξεις πεταρίσαν μες στη σκόνη
΄΄Παιδί μου΄΄ κι ένας κρότος στο μυαλό του
Άλλο δεν ήξερε απο σίδερο και στάχτη
Κι απο ένα γράμμα που του έμεινε στο χέρι
Όταν το διάβαζε, κυλούσε ένα δάκρυ
Μα τώρα αίμα απ’ του πολέμου το μαχαίρι
*Το «Σαμπόρ Τρουμπάτσα», που σε ελεύθερη μετάφραση θα πει «Το κοινοβούλιο της τρομπέτας», είναι Φεστιβάλ Χάλκινων, που γίνεται κάθε χρόνο στο χωριό της Σερβίας Γκούτσα.