Μή με ρωτάς.
Βουβός κάθομαι και συλλογιέμαι.
Βουβός, και μέσα μου το σωθικό μου καίει.
Άχρηστο σκεύος το κεφάλι, όταν με πόνο προσπαθώ
ν’ αδειάσω την εικόνα σου από μέσα, μα τίποτα δεν πιάνω.
Μα της ανάμνησης η σκιά είν’ τόσο δυνατή,
που χάραξε τους τοίχους της ψυχής μου,
κι εκεί ανάγλυφο το πρόσωπό σου μένει.
Πίσω απ’ την πλάνη του μυαλού κάτ’ απ’ το βουητό της σκέψης,
στ’ ανήλιαγα λημέρια της ψυχής, εκεί μου μένεις πλέον.
Η φλόγα που άναψε εκεί, για τόσο λίγο έστω,
ακόμα με ζεσταίνει και ξέρω πως θα καίει για πάντα και μια μέρα.
Τί μού ‘σαι πλέον εσύ; Τί είμ’ εγώ για σένα;
Το φάντασμα της χθεσινής σου νιότης,
ή η καρδιά του αυριανού σου ανέμου;
Πάνω απ’ αυτό που είμαι όμως,
αυτό που θέλεις νά ‘μαι στέκει
σαν μια σκιά δαιμονισμένη.
δυνάστης της καρδιάς, αφέντης του μυαλού.
Μα δε με νοιάζει τι ποθείς ούτε αυτό που θέλεις.
Κοίταξα μέσα μου.
Είδα τον πόνο. Είδα την επιθυμία.Είδα το πρόσωπό σου.
Είδα την φωτιά μας. Είδα την ομίχλη σου.
Είδα την επιθυμία. Είδα τον πόνο.
Και μετά είδα την αγάπη.
Και μετά το αχνοφέγγισμά της,
είδα την μικρή μου πίστη κάτ’ απ’ το πάτημα του Κύρη μου.
Τώρα το ξέρω τι ζητώ. Μα ξέρω πως δεν τό ‘χω.
Του πόθου κόκκινη η φλόγα, και της αγάπης άσπρη η φωτιά.
Όταν το ένα έρχεται, τότε το άλλο φεύγει, με μία διαφορά.
Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.
Μή με ρωτάς γιατί, δεν θα σου απαντήσω.
Το μόνο που θα κάνω, είναι να σ’ αγαπώ.
Είσαι για μένα αυτό που ζητούσα,
ήρθες και έφερες μαζί σου χαρά.
Και τώρα που έφυγες την πήρες μαζί σου,
χωρίς εσένα ξανά δεν γυρνά.
Μή με ρωτάς γιατί, δεν θα σου απαντήσω.
Το μόνο που θα κάνω, είναι να σ’ αγαπώ.
Ό,τι είναι να λάβω θα μού ‘ρθει
όπως άξαφνα μού ‘ρθες κι εσύ.
Γι αυτό το αφήνω στον δικό μου τον Κύρη.
γι’ αυτήν και γι’ άλλη μία ακόμη ζωή.
Κλείνω τα μάτια, σφαλίζω τ’ αυτιά,
νιώθω τον παλμό σου στο στήθος μου μέσα,
και στέλνω σ’ εσένα τρία φιλιά.
Με την μυρωδιά του κορμιού μου, τ’ άρωμα της καρδιάς.
Μακάρι να σ’ είχα εδώ..
χωρίς εσένα λείπω κι εγώ.
Μή με ρωτάς γιατί, δεν θα σου απαντήσω.
Θα σ’ αγαπώ μονάχα, κι ακόμα πιο πολύ.