Βρέχει από χρόνια όξινη βροχή.
Στο πέρασμά της σπασμένα νύχια
και ακέφαλοι άνθρωποι
τερατόμορφες ώρες
και σώματα που, τρεκλίζοντας, υπνοβατούν.
Στενά σοκάκια, οσμή
υγρής, απρόσωπης μούχλας αναδυόμενη
από φρεάτια σάπιων εμμονών.
Νεκρά κείτονται τα γεράνια.
Νεκρά και τα πρώτα σου λόγια,
σέρνονται λίγο πιο πάνω απ’ τις μηλιές.
Έρποντα σκουλήκια τα λόγια σου,
προκαλούν κάθε φορά
κι’ ένα νέο θάνατο.
Βρέχει από χρόνια όξινη βροχή.
Νεκρό και το σκιάχτρο των παιδικών μου χρόνων,
εκείνο που έγνεφε άδικα στο τρένο.
Αδηφάγα κοράκια ξέσκισαν τις μαύρες τρύπες
που έχασκαν άδειες στη θέση των ματιών.
Σκούρυνε το μαύρο απόψε.
Ρυάκια, μολυσμένα νερά κατακλύζουν τους δρόμους
κρατούν στα χέρια νεκρά ποντίκια
εξαρθρωμένα πόδια και βγαλμένα δόντια.
Δόντια πλάι σε πόδια.
Κανείς να μη μιλήσει
και πουθενά να μην φτάσει η φυγή.
Βρέχει από χρόνια όξινη βροχή.
Κι’ εγώ, δίχως ομπρέλα, αφήνομαι να λυτρωθώ..