Είδα να πλησιάζουν και χαμογέλασα
κι αυτές πήραν θάρρος κι άρχισαν να μου μιλούν.
Για λίγο νόμισα ότι τις προσπέρασα,
από τότε σα σκιά παντού μ’ ακολουθούν..
Κι έγιναν η αντάρα και όλος ο φόβος μου,
κι έγιναν το βουβό μου δάκρυ τις Κυριακές.
Είπα θα τους ξεφύγω… μάταια η ελπίδα μου,
δέρνουν το είναι μου αλύπητα, σα μανιακές.
Είναι αυτές που κάνουν εφιάλτη τον ύπνο μου
και τον ουρανό μου μόνιμα συννεφιάζουν,
σε αδειανά σερβίτσια ρίχνουν το δείπνο μου,
σε μονά κρεβάτια πάντα με εκβιάζουν…
Λένε είμαι κυνικός και επιπόλαιος
άλλοι κιόλας ίσως και να μ’ έχουν ξεγράψει,
όμως εκείνες αιώνιο συμβόλαιο
μ’ αίμα απ’ την ψυχή μου έχουν υπογράψει…