Κόψε τα κυπαρίσσια απ'την αυλή
λαχτάρησα στον ήλιο να περάσω
εδώ πεθαίνει εν' άχρηστο βιολί
καίγεται της υπομονής το ράσο..
Μιλάει στα χείλη το γλυκό φιλί
που ακόμα δεν το πήρα απ' άλλα χείλη
του αύριο η ζωή τις φλέβες μου καλεί
και σπάζω της σιωπής μου το κοχύλι..
Γελώ αναπνέω, το φώς, τη μουσική
μα άλλοι γύρω μου μαδούν τις ακακίες
μύριες χαρές αιωρούνται εδώ και κει
μα τη χαρά μου πνίξαν οι αδικίες..
Βγαίνω στο δρόμο, κλείνω το σοφό
βιβλίο, που μέσα η νιότη μου λιμνάζει
το φώς μ' όλους τους πόρους μου ρουφώ
λουλούδι που τη γύρη του τινάζει..
Μαύρα γλυκά βατόμουρα τρυγώ
κι έχω στη γλώσσα της χαράς τη γεύση
έγνοιες θολές, και θάλασσες "εγώ"
έχουν μακριά μεσ' το άπειρο μισέψει..
Πλατύς, λευκός ο δρόμος, πρωινός.
Κι εμένα δέσμευση δε με ορίζει.
Το νέο κορμί μου ραίνει ο ουρανός
ευωδιαστούς λεμονανθούς μυρίζει!!
Όμως
Στους πόθους μου ο αντίλαλος κουφός
και στην καρδιά μου καρφωθήκανε μαχαίρια
Ποιός κλέβει αποτα μάτια μου το φώς;
Ποιός παίρνει τα τραγούδια μου απ'τα χέρια;