Φάγαμε καλά και σήμερα,
ήπια με κρασί πολλά κανάτια,
γλεντήσαμε, γινήκαμε κομμάτια
και φτιάξαμε ονειράτα εφήμερα.
Εψές πήραμε το Άγιο Φώς,
σταυρούς χαράξαμε στις πόρτες,
Χριστός Ανέστη είπαν οι δεσπότες,
μα στις καρδιές μας παρέμεινε νεκρός.
Κάποια Πρωτοχρονιά έχασα τον πατέρα μου
και στα γεννέθλια κήδεψα την γιαγιά,
έτσι φοβάμαι τις γιορτές και κάθε αργία
μήπως θε να’ρθει κι η σειρά μου.
Παλέβω μόνος τον καιρό για να δαμάσω
να τον γυρίσω στην δική μου την μεριά,
κι αν καταφέρω να τον σπρώξω μια οργιά
με την ψυχή μου σαν τρελός θα το γιορτάσω.
Θα πώ χαλάλι το κρασί και τα ονειράτα,
Θα πώ ο Χριστός πραγματικά Ανέστη,
θαύμα πρωτάκουστο αυτό που ετελέστει
τον χρόνο έσυρα στου χορού τα βήματα.
Τι να μου πουν οι πληγές και τα παθήματα,
έχω χορτάσει από ξύδι και αλάτι
πληγές και στίγματα, μια ζωή δίχως γινάτι
έχω αριστέψει στης ζήσης τα μαθήματα.