Κίτρινα φώτα στις λεωφόρους της νύχτας μου . 
Ήχοι σιωπής , πνιγμένα κορναρίσματα ,
ιστορίες ζωής που αγκαλιάζουν την φλεγόμενη άσφαλτο .
Στο φανάρι έχει ανάψει κόκκινο εδώ και αιώνες . 
Και εγώ που έχω ξεμείνει 
σε τούτο το μποτιλιάρισμα των ματωμένων ονείρων  , 
προσμένω ακόμα να διασχίσεις το δρόμο μου . 
Δε χωράνε πια , φοβισμένοι διαβάτες  εδώ πέρα . 
Μονάχα περαστικοί της φυγής , που κοιτάνε κατάχαμα 
γιατί δεν πρέπει να σ’αντικρίσουν στα μάτια . 
Γαντζώνω τα χέρια μου σ’ένα τιμόνι , 
που ‘στριβε πάντα σε άλλη κατεύθυνση 
από κείνη που ‘θελα . 
Αφουγκράζομαι τους ιδρωμένους παλμούς 
που ξεμακραίνουν από το γκάζι μου . 
Συνομιλώ για λίγο με τις ανάσες 
που με ποτίζει η εξάτμισή μου . 
Όλα συνηγορούν πως ήρθε η ώρα να ταξιδέψω 
για πρώτη φορά , πέρα από τις θλιβερές μελωδίες 
αυτής της συνοικίας . 
Θα οδηγήσω κι ας πουν ότι παρανόμησα 
πίνοντας αρκετές σταγόνες ελπίδας , πριν φτάσω ως εδώ . 
Κι αν τυχόν θελήσεις να έρθεις μαζί μου 
θα στο απαγορέψω , με την απελπισία ενός «όχι» διάφανου . 
Τέτοια ταξίδια δε χρειάζονται συνοδηγούς , 
διαδρομές μοναχικές τα κυβερνούν . 
Ξέρω πως μέχρι την αυγή θα έχω συγκρουστεί μετωπικά
 με τη σελήνη .