Κάθε πρωί όταν πηγαίνω στη δουλειά
βλέπω τον άστεγο μαζί με μια κουβέρτα
καθώς τυλίγει τα όνειρά του στα κλεφτά
χαμογελά στα παλαβά τα σούρτα-φέρτα.
Φτωχέ αλήτη, μες τη μιζέρια,
δεν έχεις σπίτι, μόνο τ΄ αστέρια.
Φοράς κουβέρτα, είσαι στο κρύο
κι εμείς φοράμε το προσωπείο.
Μα έχεις κάτι ολόδικό σου
είναι στον ήλιο το μερτικό σου.
Μόλις που ξύπνησε, το στρώμα του κοιτά,
μετά μαζεύει τα χαρτόνια του με χάρη
σα να ΄ταν πούπουλα απ΄της χήνας τα φτερά
και χρυσοκέντητο, αφράτο μαξιλάρι.
Φτωχέ αλήτη, μες τη μιζέρια,
δεν έχεις σπίτι, μόνο τ΄ αστέρια.
Φοράς κουβέρτα κι εμείς μανδύα
να μη μας κλέψουν την ευτυχία.
Μα έχεις κάτι ολόδικό σου
είναι στον ήλιο το μερτικό σου.