Στριμωγμένος σε μια σκοτεινή γωνία,
είχε μαζώξει τα γόνατα μέχρι το στήθος του
και με τα χέρια του απλωμένα έπαιζε νευρικά με την άμμο.
Που και που το φως της νύχτας λαμπίριζε απάνω στους κόκκους,
προκαλώντας ένα ελαφρό τίναγμα ενθουσιασμού στη μακριά γενειάδα του.
Θα έλεγες πως αυτό το λαμπύρισμα του έκανε ένα ελαφρύ
ηλεκτροσόκ που τον γέμιζε θαυμασμό και δέος.
Είχαν περάσει επτά χρόνια από την τελευταία φορά που
σχημάτισε ολοκληρωμένη πρόταση με τη σκέψη του.
Από τότε μόνο σκόρπιες λέξεις μέσα στο μυαλό του: “φως” , “αέρας”, “νύχτα”,
“φαί”, “θάνατος”, “αμαρτία”, “ψέμα”, “όχι”.
Οι γιατροί που τον είχαν δει είχαν καταλήξει ότι δεν έχει τίποτα το μη φυσιολογικό.
Όλες οι εξετάσεις από αξονικές μέχρι εγκεφαλογραφήματα έδειχναν έναν απόλυτα φυσιολογικό νου.
Οι ψυχίατροι από την άλλη είχαν εντυπωσιαστεί. Καμιά αντιστοιχία σε καταγεγραμμένη διαταραχή δεν είχε βρεθεί.
Ήταν σίγουροι ότι υποκρίνεται την κατάστασή του, ότι τους κοροϊδεύει όλους.
Ο ίδιος, την πρώτη φορά που του έδωσαν ψυχοφάρμακα, έτρεχε πάνω κάτω χοροπηδώντας σαν ελατήριο
και φώναζε κάτι ακαταλαβίστικα. “Είμαστε όλοι συνειδητά ασυνείδητοι!”, “Είμαστε δορυφόροι της βλακείας μας!”,
“Αφού στα όνειρά μας υπάρχει χώρος μόνο για τους εαυτούς μας, δεν αξίζει να ονειρευόμαστε!”,
“Τρίζουν τα κόκκαλα του Προμηθέα! Δεν μας αξίζει να σωθούμε!”.
Και μετά σιώπησε.
Η λάμψη στο βλέμμα του υποχώρησε.
Λες και τραβήχτηκε και κλείστηκε σε μια γωνιά του μυαλού του,
εξορίζοντας κάθε επίγνωση και συναίσθηση, αφήνοντας άδειο τον υπόλοιπο εγκέφαλο να λειτουργήσει,
να ξεκινήσει από το μηδέν και να ανακαλύψει από την αρχή τον κόσμο.
Ίσως αυτή τη μοίρα προσπαθούμε να αποφύγουμε. Ίσως για αυτό η βλακεία να επιβιώνει. Ίσως η συνείδηση
να έχει ένα όριο που αν το ξεπεράσει, να αντιληφθεί κάτι και να κυριευτεί από τη ματαιότητα και να αυτοκαταστραφεί.
Ίσως η βλακεία να είναι η άμυνα που έχει η σκέψη μας για να παρατείνει το χρόνο ζωής της.
Ίσως από την άλλη οι ιδέες μας να είναι ήδη νεκρές. Ίσως να έχουμε συμφωνήσει σιωπηλά να μιλάμε για αυτές
σαν να είναι ακόμα ζωντανές γιατί δεν αντέχουμε την ένταση και την αγωνία του καινούριου. Γιατί ένα κουφάρι
το κάνεις μαριονέτα εύκολα και το φέρνεις στο μέτρα σου όποτε θες. Ακόμα και να κρυφτείς μπορείς πίσω από αυτό.
Όμως μια ζωντανή ιδέα είναι άλλο πράγμα.
Θέλει βέβαια και λίγη τέχνη. Ακόμα δεν τα έχω καταφέρει γιατί κάθε φορά που βρίσκω μια ωραία ιδέα,
αντί να μείνω μαζί της, προσπαθώ να την πάρω μαζί μου και τραβώντας την δυνατά, την κόβω από το κοτσάνι.
Έτσι, γυρίζω σπίτι με ακόμα ένα μαραμένο σχεδόν καραφλό λουλούδι στα χέρια μου. Έχω γεμίσει
το δωμάτιο του μυαλού μου με μαραμένες ιδέες αλλά υπόσχομαι ότι η επόμενη φορά θα είναι διαφορετική.
Και ας μην γυρίσω μια μέρα σπίτι….